
Όταν ήρθαμε οικογενειακά στην Ελλάδα για εγκατάσταση το 1965 –από τη Βρετανία ορμώμενοι- πιάσαμε ένα σπίτι στο Παλαιό Φάληρο.
Το 1961, είχαμε βρεθεί στην Ελλάδα ξανά, για κάτι μεγάλες διακοπές, με ένα υπέροχο μεγάλο κρουαζιερόπλοιο, μέσω Βενετίας , εβραϊκό ήταν, το έλεγαν θυμάμαι Jerusalem.
Όταν ήρθαμε για διακοπές λοιπόν, νοικιάσαμε ένα πανέμορφο αρχοντικό σπίτι στην οδό Τρίτωνος στο Φάληρο και από τότε η οικογένεια δέθηκε με την ωραία γειτονιά, που είναι δίπλα στη θάλασσα και που τότε ήταν γεμάτη μονοκατοικίες κι αρώματα πασχαλιάς και νυχτολούλουδου και από τη μέθη της γαζίας.
Έτσι, το 1965 που ήρθαμε για εγκατάσταση ,νοικιάσαμε ένα σπίτι στην οδό Ναϊάδων από την ταράτσα του οποίου τότε, έβλεπες από τη μια τον Ιερή Ακρόπολη και από την άλλη το Σαρωνικό.
Τότε. Γιατί λίγα χρόνια αργότερα η εξουσία δόθηκε σε πάσης φύσεως εργολάβους και οι ωραίες μονοκατοικίες έγιναν «εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά».
Ο ορίζοντας προς το Σαρωνικό κόντυνε και σταμάτησε στη διπλανή νεόκτιστη πολυκατοικία, η Ιερή Ακρόπολις των Αθηνών πνίγηκε σε κεραίες, κτήρια και νέφος, τ αρώματα της γειτονιάς ανακατεύτηκαν με τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων που πλήθυναν.
Και βέβαια κάποια στιγμή το αγαπημένο παιχνίδι, οι αγώνες δρόμου στην κατηφοριά της Ναϊάδων με αυτοσχέδιες φόρμουλες , δυο σανίδες οικοδομής καρφωμένες και τέσσερα ρουλεμάν για ρόδες, έγινε παρελθόν. Περιοριστήκαμε πια, στον κήπο του Μιχάλη – σπουδαίου τρομπονίστα εδώ και χρόνια - όπου παίζαμε μόνο με matchbox.
Ακόμα θυμάμαι την αγαπημένη μου blue electric Aston Martin... γρννννννν....γρρρρρρρνννννν....
Εκείνη την εποχή, γκριζόμαυρη τη θυμάμαι , είναι που το Π. Φάληρο άρχισε να γεμίζει μονοκατοικίες φαντάσματα. Για κάποιους λόγους, πολλές εύπορες οικογένειες εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, τα οποία παραδόθηκαν στην ανελέητη φθορά του χρόνου και του κάθε καιρού.
Αποτέλεσε ένα μυστήριο η κατά κάποιο τρόπο μαζική εγκατάλειψη των κατοικιών , ήταν πολλά που άδειασαν και έμειναν ορφανά την ίδια περίπου περίοδο, μέσα σε 3-4 χρόνια.
Θυμάμαι, εκεί στην Τρίτωνος –δίπλα στο σπίτι που ανέφερα στην αρχή –που στο μεταξύ είχε γίνει Δημαρχείο- θυμάμαι λοιπόν μια λαμπρή μονοκατοικία , εγκαταλελειμμένη.
Με τον κολλητό μου φίλο, τον Γρηγόρη, είχαμε μεταξύ άλλων παιχνιδιών και τη μανία να μπαίνουμε στα άδεια σπίτια. Υπήρχε πάντα η προσδοκία της ανακάλυψης ενός μυστικού, προσδοκία που όμως κατά κανόνα έμενε ανικανοποίητη, μέχρι που...
Μέχρι που μπήκαμε στο σπίτι αυτό της Τρίτωνος. Μάθαμε αργότερα, πως ανήκε σε κάποιον δημοκρατικό Στρατιωτικό που είχε πέσει σε δυσμένεια, εποχή δικτατορίας τότε, κάποιον Χατζηγιάννη αν έχω συγκρατήσει το όνομα σωστά.
Το σπίτι, ήταν ένα υπέροχο αρχοντικό, μια καθαρή αστική κατοικία με μεγάλο κήπο , τεράστια κουζίνα και άπλα. Έμοιαζε να είχε εγκαταλειφθεί, από τη μια στιγμή στην άλλη.
Παντού σκορπισμένα ρούχα, στρατιωτικές στολές στο πάτωμα. Βιβλία πεταμένα και σχισμένα , πίπες, τασάκια με αποτσίγαρα, πίνακες στους τοίχους και στο πάτωμα, μια σκισμένη ελληνική σημαία και το περίφημο «Πιστεύω» του δικτάτορα Παπαδόπουλου και αυτό σχισμένο με τις σελίδες του πεταμένες δώθε κείθε.
Μια αποθήκη στην αυλή, ήταν και αυτή άνω κάτω. Στρατιωτικοί σάκοι, αμπέχονα, όλα άνω κάτω. Σα να τα είχε παρασύρει θύελλα.
Εκστασιαστήκαμε με το φίλο μου. Επιτέλους! Ένα μυστήριο χειροπιαστό, πραγματικό. Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ που λεει και το τραγούδι του Σαββόπουλου...
Φύγαμε. Πήρα μια πίπα εγώ για αναμνηστικό (την έχω ακόμα) μια μικρή πίπα , θα τη λέγαμε γυναικεία και ο φίλος μου έναν στρατιωτικό σάκο.
Φύγαμε για να ξαναγυρίσουμε σύντομα , να ψάξουμε και άλλο. Θέλαμε κιόλας να λύσουμε το μυστήριο...Ο Holmes και ο Dr. Watson !
Στο μεταξύ, ο φίλος μου έμαθε και τα περί στρατιωτικού Χατζηγιάννη.
Δυστυχώς, όταν επιστρέψαμε μετά από καμιά δεκαριά μέρες, το σπίτι ήταν επτασφράγιστο. Αλυσίδες στην αυλόπορτα και την εξώπορτα , καρφωμένες σανίδες στα παράθυρα και σίγουρα στη γύρα θα ήταν και κάποιος χαφιές κρυμμένος πίσω από καμιά πόρτα. Ήταν αρκετά αναγνωρίσιμοι οι «μυστικοί» της χούντας...Μπεζ σακάκι, μπλε παντελόνι, μαύρο ψαθωτό παπούτσι άσπρη κάλτσα.
Χα.! Θυμήθηκα τώρα τον εξαίσιο διφορούμενο στίχο του Χατζιδάκι :
Πίσω από την πόρτα το καρφί και στο καρφί σακάκι.
Τον πέρασε βέβαια ο ευφυής, ο ευφυέστατος από την χουντική λογοκρισία, χωρίς να πάρουν μυρουδιά οι εκ πεποιθήσεως ηλίθιοι.
Δίπλα στην πολυκατοικία που μέναμε, υπήρχε τότε, μια τεράστια μονοκατοικία με μεγάλο κήπο. Φάτσα στην πλαϊνή μας βεράντα, το παράθυρο του μπάνιου της μονοκατοικίας, παράθυρο που για κάποιους λόγους δεν έκλεινε ποτέ.
Αποτέλεσμα, να ξεροσταλιάζω με τις ώρες εγώ, πιτσιρίκος στα 12-13 για να απολαύσω την ωραία –ομολογουμένως- γειτόνισσα , που έκανε μπάνιο και συχνά πυκνά, να βρίσκεται με τον άνδρα της στο κρεβάτι. Η κρεβατοκάμαρά της, ήταν σε μια ευθεία από το μπάνιο τους και, παρ όλο που είχαν δυο μικρά παιδιά, η αγαπητή γειτόνισσα, άφηνε τις πόρτες ανοιχτές. Και του μπάνιου και της κρεβατοκάμαρας, αποκαλύπτοντας έτσι στα λαίμαργα εφηβικά μου μάτια, όλα τα υπέροχα μυστικά.
Πολλά χρόνια αργότερα, συνδυάζοντας διάφορα πράγματα στο μυαλό μου, συνειδητοποίησα πως η αγαπητή ξανθή (βαμμένη) γειτόνισσα είχε πλήρη επίγνωση των παρατηρήσεών μου και μου χάριζε συνειδητά την ωραία θέα της.
Αργότερα, για λόγους που δεν έμαθα ποτέ, έφυγαν, το σπίτι τους έμεινε ακατοίκητο για πολλά χρόνια, ρήμαξε, τζάμια σπασμένα, κρεμασμένα παραθυρόφυλλα, αγριόχορτα και δένδρα ξερά. Και εγώ, να κοιτάω καμιά φορά τις νύχτες το σκοτεινό παράθυρο του μπάνιου και να κάνω τα μάτια μου μηχανή κινηματογραφικής προβολής, με οθόνη το κατάμαυρο κενό στην άδεια εγκαταλελειμμένη κρεβατοκάμαρα, παίζοντας και ξαναπαίζοντας τα έργα που είχα δει τόσες φορές.
Χρόνια μετά, σε μια βόλτα μου στο Παλαιό Φάληρο, ενώ πια δεν ζούσα εκεί, είδα στη θέση της μονοκατοικίας μια τεράστια αστραφτερή πολυκατοικία. Να έχει σηκωθεί ορόφους επτά, με τον τοίχο που κοιτάζει στη βεράντα της εφηβείας μου τυφλό χωρίς παράθυρα.
Θα μπορούσα πολλά να βάλω κάτω στο χαρτί, ή μάλλον εδώ στην οθόνη που διαβάζεις τώρα. Θα μπορούσα να βάλω τα «κυνήγια θησαυρού» που κάναμε, πίσω από το Δημοτικό Σχολείο, πάλι της οδού Ναϊάδων. Κάποιος συμμαθητής, μας είχε αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό, πως στα θεμέλια του σχολείου, υπήρχε λέει, πετρέλαιο...! Και εμείς, οργανώναμε αποστολές με φακούς και αυτοσχέδια μπαστούνια για να βρούμε την πετρελαιοπηγή!!!
Βλέπεις, πίσω από το Δημοτικό Σχολείο της Ναϊάδων υπήρχε μια οικοδομή που δεν τελείωσε ποτέ. Από την οικοδομή λοιπόν, είχαμε πρόσβαση σε κάτι βράχια, σε μια μικρή σπηλιά που ήταν ακριβώς κάτω από το Δημοτικό.
Πηγαίναμε λοιπόν στην οικοδομή εξοπλισμένοι, από εκεί προσεκτικά κατεβαίναμε χαμηλά στα βράχια και μετά σκαρφαλώναμε στο σπήλαιο που στην πραγματικότητα ήταν μια μεγάλη τρύπα στο βράχο, πάνω στον οποίο ήταν χτισμένο το σχολείο.
Ο Γιάννης, που ήταν ο ...παλικαράς της παρέας, είχε βρει, ποιος ξέρει από που, ένα κράνος σαν αυτά που έχουν οι ανθρακωρύχοι , με φακό ενσωματωμένο πάνω στο γείσο. Μας είπε, πως του το έστειλε ο πατέρας του (που δεν τον είχε δει ποτέ κανείς) από την Αμερική... Δούλευε, λέει ο πατέρας του σε μια μεγάλη φάρμα στην Καλιφόρνια. Ήταν η εποχή που η τηλεόραση, η μαυρόασπρη τηλεόραση έπαιζε κάθε μέρα την Bonanza. Μετά , πολύ μετά, μάθαμε ότι ο περίφημος αυτός πατέρας, είχε εγκαταλείψει την οικογένεια πριν γεννηθεί ο Γιάννης και δεν ξανάδωσε ποτέ σημεία ζωής.
Κι ακόμα πιο μετά, χρόνια αργότερα, ανοίγοντας μια εφημερίδα, διάβασα πως ο Γιάννης Σ βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση ηρωίνης στις τουαλέτες του Υπουργείου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος όπου και δούλευε.
Ο Γιάννης λοιπόν, με το κράνος του ανθρακωρύχου ήταν που εντόπισε πρώτος το πετρέλαιο!
Εδώ! Να!!! Φώναξε και, τρέξαμε όλοι να δούμε.
Πράγματι, μέσα από το βράχο έτρεχε ένα μικρό αυλάκι από ένα υγρό το οποίο σκορπούσε και μια παράξενη οσμή που μπερδεύονταν με τη μούχλα και την υγρασία.
Άρχισε ο καυγάς. Είναι πετρέλαιο; Δεν είναι πετρέλαιο; Και αν δεν είναι τι είναι τότε;
Κάποιος είχε ένα κουτί σπίρτα, κάποιος άλλος ανέλαβε να παει να βρει ένα τενεκεδάκι. Ήρθε το τενεκεδάκι , το γεμίσαμε με λίγο από το «μαύρο χρυσό» που ήταν λευκοκίτρινο και προσπαθήσαμε να δούμε αν θα πάρει φωτιά. Κάψαμε όλα τα σπίρτα, αλλά το πετρέλαιο , τίποτα. Δεν συνεργάζονταν με το όνειρό μας.
Και όχι μόνο δεν συνεργάζονταν, αλλά στο τέλος, αποδείχθηκε πως ήταν διαρροή από τους σωλήνες της τουαλέτας του σχολείου, εξ ου και η όχι και τόσο ωραία μυρουδιά...
Έχει καμία σημασία όμως; Εγώ, πρόλαβα να μεγαλώσω και να γίνω Sherlock Holmes, να αποτυπώσω στο βλέμμα μου την εικόνα μιας γειτόνισσας που απολάμβανε το ότι ήταν γυναίκα, πρόλαβα να ψάξω για...πετρέλαιο στα θεμέλια του σχολειού και άλλα πολλά, που αν σας τα ιστορούσα τώρα θα έπρεπε να γράφω μέρες και μέρες πολλές.
Παλαιό Φάληρο, κάπου γύρω στα 68-69 , αφιερώνω το κείμενο αυτό στον Πατέρα, που πριν από δυο χρόνια στις 24 του Ιανουαρίου έφυγε από τον Κόσμο μας σε ηλικία 92 χρόνων.
Στον Πατέρα και τον αδελφό μου που ξέρω πως κρατά καλά στην πλούσια τράπεζα της μνήμης του πολλά, πάρα πολλά από το Φάληρο , το Φάληρό μας.
Πάντως, εμένα όταν με ρωτούν από που είμαι, λεω πια απλά:
Από τη Ναϊάδων. Αρκεί.