13.12.05
Του 97 η φωτογραφία, δε μου αρέσει αλλά δεν έχω άλλη πρόχειρη αυτή τη στιγμή.
Να και ένα από τα ποιήματά μου. Εμμονή με τις Αντιγόνες για μια εποχή, μάλλον μου πέρασε... ή δε μου πέρασε, θα δείξει. Γενικώς προσπαθώ να απαλλαγώ από τις εμμονές μου. Αλλά,δεν ξέρω αν αυτές έχουν την ίδια διάθεση.
Το ξημέρωμα της Αντιγόνης (Πέντε)
Όρθρος
και Αχαιά η στάχτη της ημίγυμνης κοιλάδας.
Καιρός τώρα, που οι καστανιές
χάθηκαν στα ορυχεία του χαλκού.
Όρθρος του ξύλου αυτός
καθώς ανοίγουν οι οφθαλμοί των δέντρων.
Όρθρος Πυρφόρος με ρυθμικό σφυρί
τείνων στο αίμα ξανά
δρεπάνια λησμονώντας στο δρόμο
ποδοβολώντας κι ερχόμενος
με το κλάμα σφιγμένο στην παλάμη
καταλήγοντας σε μια ζωή δίχως ίσκιους
κρατώντας μια διάτρητη ασπίδα
ξεσηκώνοντας άμμο, που ποτέ δε συναντήθηκε
με ανθρώπινο ιδρώτα.
Φτάνει στο τέλος:
Ναός του βάμβακα εδώ.
Με μιαν αθώα Γεθσημανή
και τα μαλλιά της λυτά ίσαμε τον ελαιώνα
Κοιμήσου πια* ξεκουράσου
Όρθρος τοκετός: Όπου να’ναι θα γεννηθείς.
Ξημερώνει.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου