30.3.06

Στη Λευκωσία

............Η εντός των τοιχών Λευκωσία σε πολύ παλαιό χάρτη
...............και δυο φωτογραφίες της του 19ου αιώνα
Ήθελαν να βγουν έξω εκείνο το βράδυ, να φάνε, να πιούνε ένα ποτήρι κρασί να γιορτάσουν ίσως κάτι, δεν έχει σημασία.

Είπανε, να πάνε στου Ζανέτου, στην παλιά πόλη, την λεγόμενη και εντός των τειχών Λευκωσία.

Εκείνος συνήθιζε να αποκαλεί την συγκεκριμένη ταβέρνα, «Ναό» έχοντας πλήρη συνείδηση της βαρύτητας της συγκεκριμένης λέξης.

Άλλωστε, κατά τις αντιλήψεις του, οι Ναοί οφείλουν να υπάρχουν μόνο για να τιμούν οι άνθρωποι τις Ηδονές της ζωής και τον Ενθουσιασμό, ενθυμούμενος πάντα πως στην πραγματικότητα Ενθουσιασμός δεν είναι άλλο από την Ένθεη Ουσία του Ανθρώπου.

Παρόλο που ήταν καθημερινή ήξερε πως μάλλον δεν θα έβρισκαν τραπέζι αν δεν έκαναν μια κράτηση και μάλιστα, ίσως ήταν ήδη αργά κάπου στις έξι το απόγευμα.

Ο Ναός, πάντα σφύζει από ζωή, δεν πέφτει ποτέ ούτε καρφίτσα που λέμε με την πανύψηλη και πληθωρική –πάντα γελαστή- φιγούρα του Ζανέτου να κυκλοφορεί διαρκώς από τραπέζι σε τραπέζι για να σιγουρευτεί πως όλοι περνούν καλά.

Μόνο που ξαφνικά, συνειδητοποίησαν πως δεν είχαν τον αριθμό. Η λύση, απλή: «πληροφορίες καταλόγου».

Τηλεφώνησε λοιπόν, «παρακαλώ θα ήθελα τον αριθμό της ταβέρνας Ζανέτος στη Λευκωσία» «ναι κύριε, ακούστε τον αριθμό που ζητήσατε, ευχαριστούμε που μας καλέσατε».

Σημείωσε το νούμερο και αμέσως μετά τηλεφώνησε.

-Ναι...;
-Καλησπέρα, ο Παναγιώτης ο Ζανέτος είναι εκεί να κάνω μια κράτηση για απόψε;
-Α...κύριε μου εν εδώ του Ζανέτου, εδώ εν του Ζανετίδη στον Άγιο Δομέτιο μα και δαμέ , ταβέρνα μαγερκό είναι και όλο κάμουν το λάθος (πολύ γελαστά). Μισό λεπτούιν κύριε να εύρω τον αριθμό να σου τον δώκω.
-Δεν πειράζει, μη σας βάζω σε κόπο, θα τον βρω από τις πληροφορίες.
-Οï..οϊ ε να στον εδώκω εγώ...να, ηύρα τονε, γράφε...
-ευχαριστώ πολύ
-παρακαλώ κύριε καληνύχτα.



Σκέψου στην Αθήνα, να σου συμβεί κάτι ανάλογο. Να πάρεις κατά λάθος ένα άλλο εστιατόριο και, να σου δώσουν χωρίς δεύτερη κουβέντα και με το χαμόγελο το τηλέφωνο του ανταγωνιστή...Το φαντάζεστε; Εγώ πάντως όχι!
Στην καλύτερη περίπτωση, θα σου πουν ένα βαρύ «λάθος κάνετε εδώ είναι του Ταδόπουλου» και γδρουπ!...θα σου κλείσουν το τηλέφωνο.

Η Λευκωσία, είναι μικρή. Αλλά αυτό δεν φτάνει από μόνο του για να στηρίξει την ανθρωπιά που συναντάς πάμπολλες φορές στο δρόμο, στο κατάστημα , στο περίπτερο. Και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι μικρές. Στο Λουξεμβούργο άραγε θα συμβεί κάτι τέτοιο;

Μας διαφεύγει πολλές φορές, εμάς που μένουμε εδώ, πως η Λευκωσία είναι μια πρωτεύουσα –και όχι επαρχία της Αθήνας. Μια βόλτα, αρκεί να σε κάνει να καταλάβεις που βρίσκεσαι. Δεν υπάρχει σχεδόν πια καμία μεγάλη εταιρία, όμιλος, πολυεθνικό κατάστημα που να μην είναι εδώ. Και ειδικά από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι παρουσίες πολλαπλασιάζονται σαν τα μανιτάρια στο χωράφι.

Οι μεγάλες εταιρίες Marketing Διαφήμισης και Στρατηγικής Επικοινωνίας είτε είναι ήδη εδώ, είτε καταφθάνουν η μία μετά την άλλη και βέβαια είναι στελεχωμένες από εξειδικευμένους ανθρώπους που εργάζονται σε καθαρά δυτικούς ρυθμούς (όχι ελληνικούς, εδώ οι άνθρωποι δουλεύουν-δεν κάνουν πλάκα και χαβαλέ) και το επίπεδο των ιδιωτικών τουλάχιστον υπηρεσιών είναι εξαιρετικά υψηλό.

Και όμως, για κάποιους λόγους η Λευκωσία παρότι Πρωτεύουσα με όλα τα συνεπακόλουθα, ακόμα κρατάει στην ανάσα της μια παύση , κάνει μια στάση στα δευτερόλεπτα , για ένα βλέμμα , για μια ματιά, για μια μυρουδιά, για μια κουβέντα καλή που δε στοιχίζει τίποτα.

Ίσως να φταινε τα γιασεμιά και τα νυχτολούλουδα που το βράδυ σαν έρθει σε ζαλίζουν ακόμα και μέσα στα διαμερίσματα, λες και τα αρώματα τρυπώνουν από τις γρίλιες των σπιτιών απρόσκλητα.

Σίγουρα δεν είναι η μόνη μυρουδιά, μιας που γύρω στις 8, όπου και να πας στις γειτονιές της Λευκωσίας θα σε αρπάξει από τη μύτη το κοψίδι στη σούβλα.

Στη Λευκωσία , υπάρχει μία απόλυτη βεβαιότητα:

Όσο η γη θα γυρίζει, στην Κύπρο, θα γυρίζουν καθημερινά και οι σούβλες.

Και αυτός εκεί, ο τύπος, με τα μανίκια τα ανασηκωμένα που είναι πάνω από τα κάρβουνα με ένα ποτήρι ζιβανία στο χέρι, το πρωί, στις 8 και 30 μπορεί κάλλιστα να είναι «ατσαλάκωτος» πίσω από το γραφείο του ελέγχοντας την πρόοδο κάποιων εργασιών πολύ σημαντικών και απαιτητικών.

Αυτή, είναι μία όψη της ζωής στην Κύπρο. Ασφαλώς δεν είναι η μόνη και ασφαλώς δεν είναι όλες οι όψεις ειδυλλιακές. Διόλου μάλιστα.

Ωστόσο, είναι αλήθεια, πως εδώ, ακόμα, η καθημερινότητα σου κλείνει το μάτι με έναν τρόπο τελείως απροσδόκητο πολύ συχνά, θυμίζοντάς σου πως είσαι άνθρωπος.

28.3.06

50;;;;;

ε...τέτοια μέρα είπα και εγώ να κάνω ένα μπάνιο πρωί πρωί....

το αποτέλεσμα ήρθε γρήγορα, η Ελένη με αγκάλιασε και μου είπε: Επιτέλους, μετά από 50 χρόνια. Χρόνια πολλά αγάπη μου!

(στο μεταξύ να πω ένα ευχαριστώ στους Ημίαιμο, Alombar42, Foufouto, Kleio & CD που πρόλαβαν να πουν ευχές στο προηγούμενο post)

Βέβαια, προηγήθηκε όλων η Νεφέλη μου, που μου είπε Χρόνια πολλά Μπάμπά μου από χτες το πρωί! Φαίνεται ήξερε πως κανονικά, θα είχα γεννηθεί στις 27 αλλά με πήρε ο ύπνος και καθυστέρησα!

27.3.06


Χρόνια σου πολλά και καλά με πολλά με ισόβια γουργουρητά
Μαύρε Γάτε , χρόνια σου πολλά και σένα Ημίαιμε και καλά ταξίδια.

24.3.06

Ο μέγας και ο Βασιλεύς Guadrimaculatus





Μετά από την....καταβύθισή μας στα σημαντικά πολιτιστικά δρώμενα της πατρίδας, ανάπαυλα με δύο ποιήματα. Δεν έχουν ενταχθεί ακόμα σε εκδομένη συλλογή, ωστόσο το ένα ( μέγας) δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο πολύ καλό φιλολογικό περιοδικό Ύλαντρον που εκδίδει με τους συνεργάτες του ο Καθηγητής Φιλόλογος Ποιητής και συγγραφέας Μιχάλης Πιερής (Πανεπιστήμιο Κύπρου) και το άλλο (Βασιλεύς Guadrimaculatus) σε κάποιες φιλολογικές σελίδες του διαδικτύου. Ανήκουν πάντως, στον ίδιο «κύκλο» , θα το έλεγα «ιστορικού σαρκασμού» χωρίς να είμαι και βέβαιος για αυτό.



μέγας

Απέθαντα είναι τα τραύματα της ιστορίας.
Ες αεί , ανακυκλώνουν ανάπηρη τη βούληση των Ανθρώπων,
έτσι όπως αυτή κατέστη από την Κυριαρχία των Ενοχοποιών .

Των Ανθρώπων, που διακαώς επιθυμούν
να γεράσουν και να ξεκουραστούν,
μα στέκουν ανήμποροι
και ισοβίως κλειδωμένοι στο φως του καθρέφτη ,
δέσμιοι μιας ανεξάντλητης εφηβείας,
αυτής που αξιόποινη ορίζεται τόσους αιώνες.


Τραγικόν εστί.

Τραγικό πολύ, καθώς μετά θάνατον
αναρωτιόταν αν εν ζωή είχε υπάρξει Αυτοκράτωρ ή Δούλος.

Μόνον.

Καθώς, νύκτωρ πλέον ,
αμυδρά διακρίνει τυχόν μετάξι διαδήματος
από φροντισμένο κουρέλι.

-Μην είναι σημαία;


Κι αν είναι το εσώρουχο...
εκείνης που ενόμισε Λαμπρή και το κράτησε εκεί
στου κρεβατιού την άκρη λάβαρο μιας επικράτειας
που εν τέλει διατήρησε αλώβητα τα τείχη της;


Αναρωτιέται ακόμη, για το μάταιο
των πολέμων του και το άσκοπο
των ομοβροντιών στις οποίες υποχρέωσε
τα όπλα που του δόθηκαν.

Υπέταξε;

Υποτάχθηκε;

Υπήρξε;


Η Θάλασσα που βάφτισε Θάλασσα τον θυμάται άραγε;

Βασιλεύς Μάταιος, Υπηρέτης περιττός ,
αυτός, που προσπάθησε να αλλάξει το ρουν του ποταμού,
ήθελε να ξαναφέρει τις εκβολές εκεί που ανήκουν,
έτσι όπως «θα έπρεπε».


Τι μέγας μεταξοσκώληξ Θεοί,

τι μέγας.


Ο εν τοις ουρανοίς
αυτοϊκανοποιούμενος
εντός του παραδείσου του,
μονήρης.


Αμφιβάλλει ακόμα και αν έχει
πεθάνει.


-0-

Βασιλεύς Guadrimaculatus


Εστέφθη ανυποψίαστος και, αμελής ων στα επί της ζωής,
δεν αντελήφθη το νόημα των ψιθύρων κατά την διάρκεια της τελετής.

Πασίχαρης κοιτούσε με λαιμαργία τα χρυσοποίκιλτα άμφια
που έκρυπταν τα λιπόσαρκα κορμιά των λειτουργών του Θείου Έρωτος , ανίκανος εκείνη τη στιγμή να αντιληφθεί το μέγεθος
της εν εξελίξει υποκρισίας
καθώς και την δυνητική συμμετοχή των στο κέλευσμα
μιας τυχόν ανατροπής του.



Περίεργο…όταν συντόμως πολύ ανεκάλυψε
το ανύπαρκτο έρμα των και την ανά πάσα στιγμή
απόσυρσή τους από την εξουσία στην οποία τον είχαν ευλογήσει ,
επί μακρόν , γονυπετής σχεδόν εκλιπαρούσε :
μείνετε μαζί μου , μείνετε , θα είμαι ό,τι ονειρευτήκατε…


Μιλάμε για πολύ πράμα, για δαρμούς, κλάματα, μύξες κι οδύνες.


Εν τούτοις όταν ήρθαν την έσχατη φορά
και μάλιστα του εδήλωσαν πως τον αποκηρύσσουν
και τον κηρύσσουν έκπτωτο από Κύριο ,
αυτός το δέχθηκε ασμένως, προφανώς κουρασμένος,
από το Θέατρον της Ιστορίας.

Καλύτερα μόνος είπε, παρά συνωμότης της μοίρας των άλλων.
Βαρέθηκα.

Επαρουσίασε ασφαλώς το διάβημά του, ως ύψιστη μεγαλοψυχία,

προσθέτοντας αποφασισμένος: θα πράξω ότι εσείς μου πείτε Κύριοι ,
εφ όσον αυτό συμφέρει την πατρίδα και την Ιεραρχία.

Εν μέσω μιας ωκεανίων διαστάσεων ηρεμίας ,
απεμπόλησε επιτέλους τις ευθύνες του και ελεύθερος
ξαναφόρεσε την κορώνα του Ενός
ή και του Κανενός.


*Guadrimaculatus :η κλινική ονομασία του γνωστού Κώνωπος του Ανωφελούς, υπεύθυνου για εκατομμύρια θανάτους στο παρελθόν .Ανωφελής και Κώνωψ, πλην όμως καταστροφικός, ως οι παράφοροι εραστές της εξουσίας.

Ο πίνακας που κοσμεί τα δυο ποίηματα είναι του Αργεντινού ζωγράφου Martin Casares και δεν έχει τίτλο.

21.3.06

Ο Βισσηνόκηπος του Νάτον Χέστωφ




«Το Λάρνακον , είναι Πόλις παράλια της Κύπρου όπου στην Αρχαιότητα εμφανιζότανε το Λαρναίον Ύδωρ, τέρας κατά τι μικρότερον της Λερναίας Ύδρας».

(γραφτό μαθητή γυμνασίου στην Αθήνα 1988 ήδη στη δεύτερη τετραετία της «Αλλαγής»)

Βλέποντας λοιπόν το χάλι του Χαβαλελλαδιστάν μπορώ να σκεφτώ πως ο παραπάνω μαθητής μπορεί αυτή τη στιγμή να κατέχει κάποια υψηλή θέση στο Υπουργείο Παιδείας, να γράφει με σε κάποια εφημερίδα να παρουσιάζει κάποιο δημοφιλές πρόγραμμα στην TV ή και να διευθύνει ένα τηλεοπτικό κανάλι, από αυτά που είναι αφοσιωμένα στην «αποστολή της ενημέρωσής μας».

Μπορεί κιόλας να έχει για βοηθό τον άλλον λαμπρό νέο , που κατά την ίδια περίπου περίοδο επίσης στην Αθήνα (έχει σημασία η Αθήνα, μιλάμε για την Πρωτεύουσα της χώρας και όχι για μαθητές του τριθέσιου της Άνω Μαυροραχούλας ή της Κάτω Κωλοπετεινίτσας ) σε εξετάσεις Φυσικής έγραφε :

«Αρχικώς η βαρύτητα ανακαλύφθηκε από μήλο που έδωσε η Εύα στον Αδάμ. Εξ αυτού, ονομάσθηκε βαρύ σφάλμα ή σφάλμα προ πάτων ρυκών».

Εξετάσεις Γυμνασίου Φυσικής 1989 Καλλιθέα,

Ενδεχομένως, οι δύο κύριοι να έχουν προσλάβει μάλιστα ως executive secretary και υπεύθυνη Δημοσίων σχέσεων του...Καναλιού την κάποτε συμμαθήτριά τους που έγραφε σε έκθεση το 1990:

«Δυο μεγάλοι ποιητές που πήραν και το Νόμπελ ήταν ο Ζαφείρης κι ο Αλήτης»

Αυτά τα απολύτως πραγματικά μαργαριτάρια είναι ελάχιστα μπροστά στο σύνολο που κατάφερε να συλλέξει και να εκδώσει ο Δημήτρης Μαρκόπουλος σε δυο πασίγνωστους τόμους με τον τίτλο «Είτε παίδες Ελλήνων, Είτε παίδες βαρβάρων. Και τα δυο δε γίνεται

Ο καλός κύριος Μαρκόπουλος βέβαια, δεν βρήκε όλα μα όλα τα μαργαριτάρια των νεοελλήνων μαθητών, ωστόσο μόνο ο αριθμός τους μέσα στους δυο τόμους της δουλειάς του, φτάνει και περισσεύει για ένα ασφαλέστατο στατιστικό δείγμα.

Ένα δείγμα που είναι τόσο ισχυρό, ώστε να σε κάνει να σκεφτείς το πιο ανατριχιαστικό.... «άραγε πόσοι από δαύτους είναι σε θέσεις που κρίνουν και αποφασίζουν για άλλους» μέχρι το απλούστερο αλλά ίσως ακόμα πιο ανατριχιαστικό «...καλά...όλοι αυτοί ψηφίζουν;»

Στην προηγούμενη συζήτηση (Άννα Βίσση Α!Να σβήσει!) μπήκε το ερώτημα γιατί τελικά «Τρώμε σκουπίδια επειδή αυτά ΘΕΛΕΙ ο πολύς ο κόσμος;;;;»

Ο Μάνος ο Αντώναρος έγραψε απερίφραστα:

«σιγά μην τρώμε σκουπίδια, επειδή "αυτό θέλει ο πολύς κόσμος!". Τρωμε σκουπίδια γιατί αυτό θέλει "ο λίγος κόσμος"».

Και ο φίλτατος Αθήναιος με τον ίδιο απερίφραστο τρόπο, υποστήριξε:

«Τρωμε σκουπίδια επειδή το επιλέγουμε. Κανείς δεν μας τα βάζει με το ζόρι στο στόμα

Παίρνω αυτές τις δυο απόψεις μιας που μοιάζουν αν είναι οι απολύτως αντίθετες για να πω πως κατά τη γνώμη δουλεύουν και οι δυο με διαφορά φάσης. Θα πω ίσως περισσότερα όταν θα έρθει η επέτειος της 21ης Απριλίου για την οποία πιστεύω πως έχει ακόμα τεράστιο μέρος ευθύνης για το χάλι μας, αλλά όχι μόνον αυτή βέβαια.

Τρωμε σκουπίδια επειδή το επιλέγουμε.

Γιατί όμως επιλέγουμε σκουπίδια; Δηλαδή αν ισχύει αυτή η διατύπωση του Αθήναιου τότε θα πρέπει να δούμε ποια είναι εκείνη η ιδιαίτερη διαστροφή σε εθνικό επίπεδο που μας κάνει να τρωμε περιττώματα.

Σε ποια τηλεόραση, της Ευρώπης τουλάχιστον, θα ήταν παρούσα συνέχεια μια αοιδός (δεν θυμάμαι όνομα) που «τραγουδάει» το «άσμα» Το...νινί σέρνει καράβι;

Υποθέτω μόνο στην ίδια χώρα που προηγουμένως , ένα από τα megaλα κανάλια προετοίμαζε μία ωραία βραδιά τις ειδήσεις με συνεχόμενα trailers που έλεγαν : «Δάκρυσε ο Τόλης» εννοώντας τον κύριο Βοσκόπουλο του οποίου το δάκρυ στη γέννηση του παιδιού του ήταν η πιο σημαντική είδηση της ημέρας.

Με την βαρύγδουπη φωνή του Κυρίου Χατζηνικολάου λοιπόν «Δάκρυσε ο Τόλης».

Δεν έχει καμία διαφορά σε δυναμική, από αυτό που έγραφα στο προηγούμενο άρθρο για την κυρία Άντζελα Δημητρίου και την Κυρία Φαραντούρη.

Ίσα κι όμοια Μεγάλες Κυρίες του Ελληνικού τραγουδιού, αμφότερες.

Γιατί, ο Χατζηνικολάου και ο κάθε συνάδελφος του, με την ίδια ακριβώς επικομελό φωνή θα αναγγείλουν:

Σεισμός στην νοτιοδυτική Ινδία σκοτώνει 453.000 ανθρώπους σε 10 λεπτάΈτοιμο το νέο video clip της Δέσποινας Βανδή, στοίχισε 2.500.000 ευρώΔολοφονήθηκε ο ηγέτης ΧΧΧ στην Ψ χώρα, εκατομμύρια πολίτες στους δρόμουςΟλοκληρώθηκαν τα γυρίσματα της νέας υπερπαραγωγής « Τον προπάππου μου τον λέγανε Αμπντουλάχ», αγαστή η συνεργασία Ελλήνων και Τούρκων καλλιτεχνώνΣημαντική ανακάλυψη: Χαμένα χειρόγραφα του Κ.Καβάφη έρχονται για πρώτη φορά στο φωςΔάκρυσε ο Τόλης μόλις είδε το νεογέννητο παιδί του, ευχαρίστησε την Παναγία και την Άντζελα που τον κοίταξε τρυφερά για 1 λεπτό και 32 δευτερόλεπτα και μετά ανακουφισμένος έξυσε το δεξί του (αυτί)

Έτσι, χωρίς ανάσα, χωρίς τελεία, χωρίς τίποτα. Ο Α.Α. (Απόλυτος Αχταρμάς)

Συγκλονισμός στο Πανελλήνιον, ρίγη εθνικής εξάρσεως και υπερηφανείας.

Όλα, με το ίδιο ύφος, όλα είναι πρώτη είδηση, όλα είναι σπουδαία , όλα είναι τα ίδια , χύμα και βερεσέ δεν υπάρχει ποτέ καμία ιεράρχηση , καμιά προτεραιότητα, καμία διάκριση.

"Τρωμε σκουπίδια γιατί αυτό θέλει "ο λίγος κόσμος".

Δηλαδή, αυτοί που αποφασίζουν στην κουζίνα των Μέσων τι θα μαγειρέψουν, σε τι ποσότητες με τι υλικά με ποια συνταγή.

Και εύκολα μπορεί να διακρίνει πως η γενική κατεύθυνση , το γενικό concept είναι ο διαρκής ερεθισμός του θυμικού , του συγκινησιακού.

Ήρωες και Ημίθεοι (αθλητές)

Θεοί και Θεές (αοιδοί παντός είδους)

Λαμπεροί και Λαμπερές (ηθοποιοί των σήριαλ , κοσμικοί και παρουσιάστριες τηλεοπτικών προγραμμάτων ) και, από την άλλη μεριά, ταυτόχρονα:

Τραγωδίες, δράματα και κλάματα , ανατριχίλα δέος αίμα δάκρυα και μύξα.

Παρακολουθούσα τις προάλλες το ζωντανό ρεπορτάζ μιας νεαρής με αφορμή ένα ατύχημα που έγινε με τρένο και ένα αυτοκίνητο (ένας νεκρός)

Ήταν τόσο εμφανής η αγωνία της «δημοσιογράφου» να δημιουργήσει κλίμα ζόφου και συμφοράς , που, με έπιασαν τα γέλια.

Όχι, δεν είναι ασφαλώς αστείο ένα ατύχημα με ένα νεκρό. Αλλά, δεν δικαιολογεί πουθενά την ...τρεμάμενη φωνή, το συγκλονισμένο ύφος και τις απίθανες ερωτήσεις της δημοσιογράφου (δηλαδή; Θα μας πείτε πόσο σοβαρά είναι ο συνοδηγός; Δεν κουνιέται καθόλου; Μα καθόλου; Δείχνει να αιμορραγεί πολύ; Κύριες και κύριοι όπως είναι ήδη γνωστό στο τάδε χιλιόμετρο συνέβη φρικτό ατύχημα με θύματα μέχρι στιγμής έναν τουλάχιστον νεκρό και απροσδιόριστο αριθμό τραυματιών)

Ο νεκρός είναι ένας τουλάχιστον (...) και οι τραυματίες απροσδιόριστοι.

Όλα αυτά διανθισμένα από περιγραφές για «λαμαρίνες που είναι τώρα ματωμένη άμορφη μάζα» «παγωμένη νύχτα και αγωνία συγγενών» κλπ.

Φαντασθείτε , φαντασθείτε απλά, αν οι βόμβες που χτύπησαν το βρετανικό μετρό είχαν πλήξει το μετρό της Αθήνας. Θα είχαμε ακόμα πρωτοσέλιδα δράματα, ακόμα θα είχαμε δημοσιογράφους σε παροξυσμό για να μην πω πόσους ειδικούς θα είχαμε καλλιεργήσει σε χρόνο μηδέν.

Μας ταΐζουν κλάμα μύξα δέος και μύθο γιατί κάποιοι λίγοι αποφασίζουν πως αυτό θέλουμε.
Μας ταΐζουν κλάμα μύξα δέος και μύθο, γιατί αυτό θέλουμε και μας το δίνουν –το επιλέγουμε.


Πριν από χρόνια, είχε γίνει μια έρευνα στην Ελλάδα για το τηλεοπτικό τοπίο. Συντριπτικά τότε, όλοι είχαν δείξει ως την καλύτερη Ελληνική τηλεόραση τη ΝΕΤ. (κάπου 60%)

Εσείς τι βλέπετε;

...ε...Αντένα...

Μα πριν δεν είπατε πως η καλύτερη τηλεόραση στην Ελλάδα είναι η ΝΕΤ;

Ναι, αλλά ο Αντένα έχει τα αγαπημένα μου σήριαλ. Αν προλάβω βλέπω και ΝΕΤ.
Ειδήσεις;

Ε κι αυτές από τον Αντένα, εκτός αν συμβαίνει κάτι σοβαρό οπότε το γυρνάω στο κρατικό κανάλι.

Γιατί;

Ε...να δούμε λίγο και τα κοσμικά...(το δάκρυ του Τόλη που λέγαμε).

Το προηγούμενο κείμενο έπαιζε με το όνομα της Βίσση (Α να σβήσει)

Το ίδιο κάνει και αυτό : Ο Βισσηνόκηπος του...Νάτον Χέστωφ. (Άντον Τσέχωφ)

Ο λόγος , προφανής. Στην Ευρώπη γίνεται χαλασμός, στη Γαλλία ο κόσμος είναι στο δρόμο, στην Ιταλία αν χάσει ο Μπερλουσκόνι θα διαμορφωθεί ένα καινούργιο τοπίο συσχετισμών με άλλη ποιότητα που θα έπρεπε να μας αφορά αλλά, εμείς ζούμε το μύθο μας. Για άλλη μια φορά.


Έχω απαντήσει άραγε για το τι φταιει για τη σκουπιδοφαγία μας; Όχι.

Είπα μόνο πως ισχύουν και οι δυο θέσεις και αυτή του Αντώναρου και αυτή του Αθήναιου.

Οι Έλληνες –νομίζω πως πλέον απαξιούν οτιδήποτε μπορεί να τους βάλει να σκεφτούν έστω και λίγο.

Απαξιούν την ουσία της Πολιτικής, αν δεν έχουν να ωφεληθούν κάτι άμεσα.

Η μετά το 81 περίοδος δίδαξε, εκπαίδευσε έναν λαό ολάκερο στη ρεμούλα, την απάτη και το κολλητιλίκη. Η «αλλαγή» μεταλλάχθηκε σε μεγάλο φαγοπότι.
Για να φας όμως , πρέπει να γίνεις κολλητός. Γίνε λοιπόν. Όσοι δεν, στο περιθώριο.

Στην πραγματικότητα, η εξ επιλογής σκουπιδοφαγία μας οφείλεται σε βαθύτατη ιστορική απογοήτευση, συσσωρευμένη χρόνια και χρόνια στη συνείδηση.

Μόνο η πολύ πρόσφατη ιστορία μας, έχει εμφύλιο, δικτατορία, Κυπριακό, προδοσία, ελπίδα με την αλλαγή και πικρή διάψευση με την...μεταλλαγή.

Και αν πάμε λίγο πιο πίσω ή και αν φτάσουμε στη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους και τα πάρουμε με τη σειρά αυτό που θα δούμε είμαι αλλεπάλληλα κεφάλαια οικτρών διαψεύσεων παλλαϊκών ελπίδων και οραμάτων.

Απαξία.

Ζητάμε σκουπίδια γιατί τα μη σκουπίδια, ίσως και να μας θυμίζουν τις διαψευσμένες ελπίδες και τα «Χαμένα όνειρα» μιας που οι συγκυρίες το έφεραν δυστυχώς έτσι, ώστε ακόμα και η λέξη «Πολιτιστικό» ή η λέξη «Κουλτούρα» η λέξη Ποιότητα να φέρνουν στο νου χρεοκοπημένα και θολά όνειρα για μια κάποια αλλαγή της κοινωνίας.

Απαξία.

Μας δίνουν σκουπίδια οι «λίγοι» γιατί ξέρουν πως θα τα αγοράσουμε.

Είναι βολικά, ανώδυνα και κυρίως είναι συνεπή. Δεν θα μας διαψεύσουν. Δεν θα μας απογοητεύσουν. Δεν μας τάζουν έναν άλλον κόσμο που δεν θα δούμε ποτέ.

Μας ψευτογυαλίζουν λίγο τα σκατά στα οποία ζούμε. Μια παρηγοριά είναι κι αυτή.


Απαξία.

Όλοι τα ίδια είναι.
‘Ασε ρε φίλε τώρα με τα κομπλεξικά κουλτουριάρικά σου.
Εγώ θέλω χαβαλέ τι θα το κάνουμε δηλαδή θα άκουμε όλοι Μότσαρτ;


Ένας φίλος ανέβασε το προηγούμενο άρθρο σε ένα Ελληνικό Φόρουμ του διαδικτύου, ίσως το μεγαλύτερο με κάπου 13000 ή και 15000 χρήστες εκ των οποίων ο ενεργός αριθμός είναι εντυπωσιακός. Συγκεντρώνει πολλούς Έλληνες του εξωτερικού αλλά και πολλούς από την Ελλάδα.

Κάτω από το άρθρο, γράφτηκαν διάφορα απίθανα αλλά το πιο χαρακτηριστικό που πυκνώνει σε δυο αράδες όσα είπα πιο πάνω είναι τούτο :

"Αυτο το κειμενο δεν ειναι τιποτα αλλο παρα ΑΡΙΣΤΕΡΕΣ ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ"

Απαξία.

Απαξία των πάντων.

Ναι, τρώμε ως έθνος σκουπίδια γιατί αυτό θέλουμε, αυτό επιλέγουμε.

Οι μισοί απογοητευμένοι, οι άλλοι μισοί περίπου πουλημένοι και ελάχιστοι κάπου στην άκρη, προσπαθούν να υπάρξουν ως σκεπτόμενοι, με αγάπη για την Ελλάδα πραγματική.

Γιατί η πραγματική αγάπη δεν έχει ανάγκη από μύθους και κυρίως πλαστικούς μύθους.

« Μετά την απόφαση του Προέδρου Κλίντον για περικοπή των δαπανών του κράτους, αποφασίστηκε οι θανατικές εκτελέσεις να γίνονται δυο-δυο ή τρεις –τρεις γιατί κοστίζουν στο δημόσιο, όσο και οι εφάπαξ

(από δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ παρακαλώ, στις 16 Μαΐου 1994)

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης σήμερα ε; Θα μας απαγγείλει η κυρία Βίσση ένα κάτι τις; Ένα στίχο από το τραγούδι που καθιέρωσε τον κύριο Καρβέλα ως Εθνικό Συνθέτη μας; Το γνωστό ''είναι γάτα είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα'';

Γιατί τους Νομπελίστες Ζαφείρη και Αλήτη δεν τους γνωρίζω.

16.3.06

Άννα Βίσση...Α!να σΒήσει να ησυχάσουμε;

Α! Να σβήσει!
Και βέβαια δεν εννοώ να πεθάνει, άλλωστε νέο κορίτσι ακόμα στην προεφηβεία είναι χαρώ το μου. Μόνο η κουδουνίστρα της έλειπε προχθές στην Γιουροπρήζιον.

Όμως το ζήτημα δεν είναι η Βίσση και η όποια Βίσση.

Είμαι από πρόπερσι μπαρούτι, όταν ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος στην Κύπρο, για λόγους παντελώς ακατανόητους σε κάθε στοιχειωδώς σκεπτόμενο άνθρωπο (ναι, υπάρχουν ακόμα μερικοί) την κάλεσε εδώ ως κεντρικό πρόσωπο στη γιορτή για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προφανώς είχε συμβολικό ρόλο η πρόσκληση, μιας που υπογράμμιζε τον τριτοκοσμικό χαρακτήρα του Ελληνισμού, με τον εκκωφαντικότερο δυνατό τρόπο.

Τότε είναι που μου ...ξέφυγε(;) το.... «Άννα Βίσση...Α!να Σβήσει», από το μικρόφωνο του ραδιοφώνου το βράδυ στην εκπομπή μου.

Όλως περιέργως, δευτερόλεπτα μετά, άρχισε να ανάβει το φωτάκι του τηλεφώνου στο studio –είπα μέσα μου «ωχ τους πάτησα τον κάλο, η Αννούλα είναι...εθνικός ήρωας, κάτι σαν Μπουμπουλίνα» αλλά, τελικά, τα τηλέφωνα ήταν όλα ενθουσιασμένα από το σχόλιο, «επιτέλους, κάποιος τα λεει όπως είναι» «πες και άλλα μεγάλε» και κάτι τέτοια.

Ερώτημα: αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις...σε ποιο πλανήτη ζούνε;

Cut και πλάνο στα προχθεσινά των Αθηνών.

Γιουροπρήζιον και βραδιά επιλογής ενός εκ των τεσσάρων τραγουδιών.


Α! Να σβήσει!

Για μουσική, δε συζητάμε, οκ. Τι να πούμε; Είτε ήταν τέσσερα τα τραγούδια είτε δεκατέσσερα , είτε ένα, όλα ίδια είναι. Σαν ξινισμένο γάλα light με μηδέν λιπαρά.
Άοσμα, αβαρή, άγευστα, χωρίς απολύτως κανένα λόγο ύπαρξης.

Αλλά η θλίψη δεν ήταν στον επί σκηνής χαβαλοτζερζελέ μεταξύ της κυρίας Μακρυκαπούλια και του άλλου του τζιτζιφιόγκου του οποίου το όνομα μου διαφεύγει.

Η θλίψη, ήταν κάτω, στην πλατεία, που ήταν γεμάτη με το νόημα που έχει κάτι από σκατά.

Σε εκείνον το εμετικό αχταρμά σπουδαιοφανών ανθρωπαρίων που διατελούσαν σε έκσταση διαρκείας από τα τεκταινόμενα αλλά και από την πανταχόθεν ξέχειλη αυταρέσκεια τους:

ανήκομεν εις την ελίτ , είμαστε οι opinion leaders, εμείς κόβουμε και ράβουμε, εμείς Είμαστε κι όποιος μας κουνηθεί, έσβησε.

Γυαλισμένα γιαπάκια , κυρίες που περιέφεραν τα πολλαπλά lifting χρυσή μου εσύ που κάνεις μπότοξ ;...ολάκερη η τρισάθλια νεοελληνική γυφτογκλαμουριά παρούσα.

Πολιτισμός μας, η Άντζελα, η Άννα η Δέσποινα.

Την Άντζελα, ο «σοβαρός» πολλά βαρύς και όχι Χατζηνικολάου την είχε αποκαλέσει....Μεγάλη Κυρία του ελληνικού τραγουδιού.

Ανερυθρίαστα ο Μέγας Άρχων των Φελλών (Φέλλαρχος) , μια βδομάδα νωρίτερα, είχε στολίσει με το ίδιο επίθετο ακριβώς τη...Μαρία Φαραντούρη.

Που να βγάλει συμπέρασμα ο τάλας νεοέλλην τηλεθεατής που κάθεται μπροστά στο κουτί προσπαθώντας να λησμονήσει τα χρέη του, τα νοίκια του, τα διακοποδάνειά του και τη μιζέρια που τον περιβάλλει;

Μεγάλη Κυρία η Φαραντούρη; Μεγάλη Κυρία και η Άντζελα. Όλα χύμα και ίσα.

Αν δεν υπήρχε ο Μότσαρτ, η ανθρωπότητα, το σύμπαν ολάκερο μέχρι τον τελευταίο πλανήτη, θα ήξερε μόνο τον Καρβέλα. (κατά δήλωση Καρβέλα παρακαλώ όπως γράφει στο έξοχο άρθρο του ο http://manosantonaros.blogspot.com)


Η ισοπέδωση και η απόλυτη διάλυση κάθε κριτηρίου, κάθε κριτικής διεργασίας βολεύει προφανώς πολύ την «Αγορά» έτσι όπως την εκλαμβάνουν οι τελείως καθυστερημένοι ...backward…συγχωρέστε μου την αγγλικούρα, γεμίζει όμως το στόμα μου με αυτή τη λέξη, «έλληνες» γιαπίδες, δημοσιοσχεσίτες και μαρκετίαρς για κλάματα.

Market tears στην κυριολεξία.


Α! Να σβήσει!

Κλαυσίγελος σκέτος και το πάνελ των «κριτών»

Μα δεν είναι καταπληκτική η άνεση με την οποία περιαυτολογούν οι έλληνες «διάσημοι» βάζοντας μάλιστα λόγια σε κάποιους άλλους, έτσι γενικά και αόριστα και πολύ βολικά βέβαια…

...τι να κάνω;;; μπορούσα να αρνηθώ; Όταν σου λένε πως από τη γνώμη σου εξαρτώνται ένα εκατομμύριο κανάλια και τόσα εκατομμύρια τηλεθεατών , θα σφίξεις την καρδιά σου και θα πεις το ναι....(θέλει να πει ο έρμος: κοιτάξτε με, είμαι το κέντρο του κόσμου, είμαι μεγάλος, αχ πόσο μεγάλος είμαι)

Ο κύριος Πλέσσας είναι αυτός...που φαίνεται στα βαθιά γεράματα θέλει να ρουφήξει όση δόξα μπορεί, ακόμα και αν τη δημιουργεί μόνος του.

Από το περίφημο πάνελ ήξερα μόνο τον Πλέσσα και τον άλλο τον μεγάλο παράγοντα της Ελληνικής Δημόσιας ζωής. Τον «πολύ» Θέμο Αναστασιάδη.

Για τον οποίο ποτέ δεν κατάλαβα σε ποιους αρέσει και τι ακριβώς αρέσει από αυτόν τον τύπο με το μόνιμα ηλίθιο χαμόγελο, την άρθρωση ουραγκοτάγκου –στην καλύτερη περίπτωση- και τις εξυπνάδες που μπορούν να προκαλέσουν κρυάδες και σε πεθαμένους.

Τους υπόλοιπους δεν τους είχα ξαναδεί και ελπίζω να μην τους ξαναδώ.

Α! Να σβήσουν!


Όχι, δεν θα πω πως όλοι αυτοί θα έπρεπε να γίνουν «σαπούνια»

(το έχω πει δηλαδή αλλά μόνο μέσα στο σπίτι μου).

Όχι, δεν θα πω πως σε μια ιδανική κοινωνία θα έπρεπε να υπάρχει Αστυνομία Προστασίας της Αισθητικής μας με νομοθεσία που να φτάνει στον εξοστρακισμό των παραβατών. (αυτά τα λεω μόνος μου ή σε ελάχιστους δικούς μου ανθρώπους)

Παλιά θυμάμαι πέρναγα με το αυτοκίνητο έξω από τον Διογένη που τραγουδούσε ο «Λε Πα»...κάτι Σαββατόβραδα και μουρμουρούσα μέσα από τα δόντια μου: ρε γαμώτο μου, μια μπόμπα δε θα βάλει κάποιος εδώ και μάλιστα εν ώρα πλήρους λειτουργίας;;;;

Τέλος πάντων.

Διαβάστε και το εξαιρετικά εύστοχο χθεσινό δημοσίευμα του Μάνου Αντώναρου με τίτλο η «Επανάσταση της Ρούλας Κορομηλά» και βγάλτε τα συμπεράσματά σας.

Το ζήτημα, η ουσία, είναι αλλού.

Τέτοιου είδους ηλίθιοι κρετίνοι και ανερμάτιστοι υπάρχουν παντού στον κόσμο.

Αυτό το είδος, των πλαστικοποιημένων όντων (μερικές φορές αναρωτιέμαι στα αλήθεια αν πρόκειται για μεταλλαγμένο είδος, αν είναι εξωγήινοι από άλλο σύμπαν το Havale Universe ή κάτι τέτοιο) είναι διάχυτο και αποτελεί ελλαδικό προνόμιο.

Αλλά, στην Ευρώπη τουλάχιστον με εξαίρεση την Ελλάδα και την Ιταλία, του για λίγο ακόμα ελπίζω Μπερλουσκόνι , αν όλοι αυτοί δεν σε αφορούν, τότε αυτομάτως για σένα δεν υπάρχουν.

Ζούνε στον δικό τους γκλαμουρομικρόκοσμο και τέρμα.

Δεν τους βλέπεις, δεν είναι μπροστά σου, δεν κρίνουν τη δουλειά σου, δεν αποφασίζουν για τη δημόσια ζωή δεν είναι καθεστώς. Στην Ελλάδα, είναι. Καθεστώς με τα όλα του. Αρχής γενομένης από την πασοκογενή λάϊφ στυλίστικη που δημιούργησε ο Κωστόπουλος και οι περί αυτόν με το ΚΛΙΚ.

Στην Αγγλία, στη Γερμανία κ.α. η ιδεολογία «Medium is the message» , Το Μέσο είναι το Μήνυμα, έχει ήδη ξεπερασθεί προ πολλού. Τα καλογυαλισμένα κωλόπαιδα είναι στο κλουβί τους, στις εταιρίες τους και κοιτάνε μόνο τη δουλειά τους. Ούτε που διανοούνται να πιστέψουν πως αποτελούν κάτι το ιδιαίτερο και το ξεχωριστό και κυρίως να το επιβάλλουν στους υπόλοιπους. Ο Blair και η παρέα του, μπορεί να κάνουν παιχνίδι στην εξουσία, καθαρά πολιτικό, αλλά εκεί τουλάχιστον ο λόγος ενός Pinter μετράει τόσο στην κοινωνία, που η εξουσία κάθε φορά που μιλάει νιώθει αρκετά άβολα.

Στο Χαβαλελλαδιστάν , «καθαρίζει» ο κάθε Θέμος, ο Μάκης, ο Τράγκας με τη συνοδεία του κάθε Καρβέλα και της κάθε Βανδοβίσση. Τζάμπα μάγκες, μια τσογλανοπαρέα αλλήθωρη που έχει άποψη επι Πολιτισμού, Ασφαλιστικού, Κυπριακού, Σεισμών, Καταποντισμών κλπ. Επί παντός. Και κανείς, μα κανείς δεν του λεει σκάστε.



Στην Ελλάδα όλα αυτά τα φρικαλέα κοράκια με τα στρας στα φτερά και τα κοκκινάδια στα ράμφη περιφέρονται πάνω από την κλινικά νεκρή Ελλάδα και τσιμπολογάνε όσες σάρκες έχουν απομείνει.

Α! Να σβήσουν!

ΥΓ. Η εικόνα στην κεφαλή του κειμένου, είναι αποκλειστική επιτυχία της στήλης. Σας παρουσιάζω την κυρία Άννα Βίσση και την Κριτική Επιτροπή, πριν το μακιγιάζ και την τοποθέτηση των ειδικών φακών στις κάμερες που τους δείχνουν ''κανονικούς''.

14.3.06

Η Ανά Δύση




Η σκηνή

Γαλάζιο το πράσινο της θάλασσας.

Οι πέτρες ανάλαφρες, επιθεωρούν τους βεβαρυμένους ανθρώπους.

Έντομα πτηνά: Φτερωτές προϋποθέσεις, για μιαν αλλαγή του τοπίου
επί το προϊστορικότερον.

...αν ο Σκύλος έχει τη σοφία του γέρου Υπηρέτη, η Σαύρα κατέχει τα μυστικά των Δεινοσαύρων....

Το ψάρι από την άλλη μεριά, ταξιδεύει στη σιωπή αναζητώντας το θύτη του, σε ένα πέλαγος Βλακείας με σημασία ωστόσο στη γενικότερη των πραγμάτων τάξη.

Εσώρουχες σημαίες
Φυλάττουν τα σύνορα
της Ερωτικής μας Επικράτειας.

Φρουροί, οπλοφόροι με κόνδυλους πουριτανούς ντυμένοι Παρθένα Λευκά
με ύφος τυφλό
αποζητούν
-αν είναι δυνατόν! τον ίσκιο, σ'αυτήν εδώ τη χώρα της Έξαρσης :

Εδώ! Που ήρθαμε πετώντας
Αναζητώντας τόση δα χαρά.
Φεύγουμε τώρα περπατώντας
...με το κεφάλι μας πλάι στην ουρά.

Που πάμε μόνοι αλήθεια σ'αυτήν την ερημιά;
Με χίλιες αλυσίδες και με κομμένα αυτιά;


Η στιγμή

Η Ανάδυση του διάφανου υποβρυχίου έλαβε χώρα στη μεριά της Ερήμου.

Αμμουδιά, άμμος παντού.

Ξαφνικά, μέσα στην Έρημο, κάτι κινήθηκε.
Μετακινήθηκε.

Τότε ήταν που τα κοράκια, τα Όρνια, σίγησαν,
οι Σαύρες μαζεύτηκαν δίπλα δίπλα
και τα φίδια, οι όφιδες
σήκωσαν το λαιμό τους με περιέργεια.

Κοιτάξαμε τα ρολόγια μας.

Είχαν σταματήσει.

Κοιτάξαμε τον ήλιο.

Είχε αλληθωρίσει, ενώ η σελήνη κρύβοταν
πίσω από τη σκιά του Κάστρου.

Οι ήχοι των βομβαρδιστικών αεροπλάνων του 40
που χρόνια στοίχειωναν την Έρημο
σταμάτησαν κι αυτοί.


Ο Σκορπιός θύμωσε.
Είχε μια συνείδηση δικαστή και τώρα , ο φόβος,
απροειδοποίητα κοίταγε άλλού τη ματιά του.

Η άμμος αναδεύτηκε για λίγην ώρα.

Βοή, καμιά.

Βγήκε δειλά το περισκόπιο.

Διάφανο κι αστραφτερό, θύμιζε μια τελειωμένη αυτοκρατορία των άστρων.


Κοίταξε δεξιά.
Κοίταξε αριστερά.
Ψήλωσε κι άλλο και σιγά, όλο το υποβρύχιο φάνηκε.

Η άμμος έτρεχε από τα πλευρά του, οι δεξαμενές του αδειάζανε
ένα νερό ασημένιο και παχύ.

Πολύτιμο στην όψη τουλάχιστον.

Άνοιξε η μπουκαπόρτα και φάνηκε το πλήρωμα
που στάθηκε σε παράταξη τιμής για τον καπετάνιο.

Τέλος, ήρθε και αυτός.

Ήταν όλοι τους χρόνια πολλά πεθαμένοι.
Οι στολές τους, κρατούσαν κάτι από το ευγενικό μπλε του ναυτικού
μα ήταν πια κουρέλια και δύσκολα κάλυπταν τα λευκά κόκαλα.

Ο καπετάνιος, έσφιγγε στη γελαστή μασέλα ένα τσιμπούκι σβηστό με φύκια στη θεση του καπνού...

Έτσι, ο ήλιος έσβησε κι έλαμψε μια μοναδική Πανσέληνος πριν την ώρα της.

Ακούστηκε η σφυρίχτρα.

Παράξενο:

Διάφανο το σκάφος κι ωστόσο τίποτα δεν έβλεπες μέσα.

Ήταν μια σκληρή και αδιαπέραστη διαφάνεια.

Κρα! Κρα!...έκανε ένα κοράκι, ενώ τα φίδια, οι όφιδες
την ίδια σχεδόν στιγμή
σσσσσσστ!
το μάλωσαν κι αυτό το καημένο δεν ξαναέβγαλε άχνα.

Εν τω μεταξύ, κατέφθασεν η αντιπροσωπεία των Λεόντων.
Ο Πρωτολέων, γεμάτος παράσημα γκέτες κι ένα καπέλο που θύμιζε Νέλσωνα, βρυχήθηκε δείχνωντας την παρουσία του.

-Εδώ είμαι.

Είπε, και την ίδια στιγμή θυμίαμα, έρημα στασίδια κι ιπτάμενοι ορθόδοξοι τρούλοι.

Αριστερά του υποβρυχίου, ήρθε και φάνηκε χλωμή η Αρχαιότητα:
Κολόνες, υφάσματα απαλά, σκάλες και κιούπια σφιχτά στο θυμαρίσιο μέλι.

Στα τραπέζια τα μεγάλα, έπιναν κρασί και νερό ο Αλκιβιάδης με τον Ναπολέοντα, ο Μεγαλέξαντρος με το μεγάλο Χαν.

Σερβίριζε ευγενικά ένας μικρούλης Χίτλερ με ψεύτικο μουστάκι και κοντά πέτσινα παντελόνια.

Χάθηκαν...


Δεξιά του υποβρυχίου,ήρθε και φάνηκε περαστική η Ταξιαρχία Θανάτου των Σκοτσέζων.

Πίπιζες και ταμπούρλα, και ο γελωτοποιός με το κεφάλι πουλιού και σώμα βατράχου έκανε τούμπες τρεις πριν καταδυθεί στο τσίγγινο ντέφι του.


Χάθηκαν.

Στο βάθος για δευτερόλεπτα
αναβόσβησε κι αναβόσβησε σα φάρος του Αιγαίου μια γιγάντια γκιλοτίνα.

Έτσι, η σφυρίχτρα από το υποβρύχιο σιώπησε χαρίζοντας τον ήχο της
στο βυθό της ερήμου.



Γυάλισε αλμυρό το δάκρυ του καπετάνιου.
Ανεξήγητο δάκρυ, μιας που οι αδένες απουσίαζαν και στο κρανίο δεν υπήρχαν
παρά μόνο δύο τρύπες σκοτεινές που εγκυμονούσαν τη Γνώση του Θανάτου.

Δάκρυσε λοιπόν ο καπετάνιος.

Το πλήρωμα έσκυψε το κεφάλι.

Άρχισαν να κατεβαίνουν από το σκάφος ένας ένας τηρώντας
τη ναυτική εθιμοτυπία . Τελευταίος, ο καπετάνιος.
Μπροστά τους, ήρθε και φάνηκε πανύψηλος ένας ιστός.
Στην κορφή του, σημαία ολόλευκη και ανεμισμένη.

Κυκλώθηκε τότε ένα αεράκι ψυχρό κι άρχισαν αμμόκοκκοι να σηκώνονται
χίλιοι και χίλιοι σ ένα ολοένα και πιο πυκνό σύννεφο.

Το πλήρωμα, ο καπετάνιος, χέρι χέρι πιάστηκαν κι έτσι όπως σκοτείνιασε
ο οφθαλμός της σελήνης μπήκαν στη δίνη, μπήκαν χάθηκαν...


Χάθηκαν...


Χάθηκαν, ενώ την ίδια ώρα το υποβρύχιο έλιωνε έχανε το σχήμα
σε λίγο έμοιαζε βούτηρο εκτεθειμένο για ώρα πολλή στον ήλιο, σε λίγο ήταν μια λίμνη στο ασημί ρευστή παρουσία και να ,που τώρα τίποτα:

Ούτε ένα τόσο δα σημαδάκι*
κι έσκυψε ο αέρας και κατέβηκαν οι αμμόκοκκοι
και βρήκαν ξανά τους συτρόφους κόκκους
κι έγιναν όλα, άμμος ξανά.

Τα κόκαλα θάφτηκαν βαθιά μέσα στην άμμο, η σελήνη βγήκε από το Κάστρο
βγήκε ο ήλιος
σκληρός σαν την αγάπη και φώτισε το κάθε τι.

Η σαύρα, στέγνωσε τη λύπη της στ' αγκάθι
κι ένιωσε σιγουριά για τη Γνώση που'χε κληρονομήσει.
Τα κοράκια ,τα Όρνια πέταξαν να πάνε αλλού ναβρουν άλλα, να δουν καινούργια.

Τα φίδια, οι όφιδες ακτινώθηκαν και γλίστρησαν σ'όλες τις κατευθύνσεις
της ερημιάς.

Ο Πρωτολέων έβγαλε τη στολή.
Ξάπλωσε με την πλάτη, άνοιξε τα πόδια του και κοιμήθηκε δείχνοντας τ' αχαμνά του στον ήλιο.

Οι φρουροί;

Αυτοί μπήκαν στη σύνταξη ή πέθαναν από πρόωρο γήρας όταν η χώρα μεταβλήθηκε σε Βασίλειο της Υπότασης.

Έτσι, καλή μου, πετάξαμε τα ρολόγια μας
παρότι άρχισαν να δουλεύουν ξανά

Τικι τακ,Τικι τακ,Τικι τακ,
τρίζει η άμμος και κυλά.

Η Αυλαία

Γαλάζιο λοιπόν το πράσινο της θάλασσας.

Οι πέτρες είναι πάντα ανάλαφρες και επιθεωρούν τους γλυκά βεβαρημένους ανθρώπους.

Μη νομίζεις.

Θα έρθει η εποχή που ακόμα και οι σκύλοι θα κατακτήσουν τη Γη της Ειρωνίας.

Έντομα, πτηνά, φτερωτές προϋποθέσεις για μια αλλάγή της Ιστορίας επί το Προϊστορικότερον.

Όταν:

πίσω από τα όρη της Σίφνου καθώς θα κάθεσαι στο μαγικό καφενείο του Κάστρου θα με συνατήσεις αγαπημένη, στο βύθισμα των υποβρυχίων του Ωκεανού, στη μετάνοια ανάδυσή τους
στη μέση της ερήμου των ερήμων.

Καθώς οι είρωνες σκύλοι και οι πλαγιές των Κυκλάδων θα αποκτούν
-επιτέλους- τους Δεινόσαυρους που έχασαν πολεμώντας Εμφύλια:

Δέντρο με δέντρο
Πέτρα με πέτρα
Γαλάζιο με γαλάζιο
Δάκρυ με δάκρυ, καθώς τα πληρώματα της Αρχαία Πίκρας θα βυθίζονται για πάντα σε άνυδρες περιοχές.

Έτσι, καθώς λοιπόν και τότε
Ίσως, μπορεί να συνατηθούμε
καβάλα σ' ένα σύννεφο
πετώντας και φορώντας τις νέες μας στολές.

Βλέπεις, μάτια μου, πέρασαν πολλά χρόνια από Τότε.

Πολλά χρόνια .

Πολλά.

----------00000-------

Γράφτηκε ένα καλοκαίρι στο Κάστρο της Σίφνου.

Θα μπορούσα να πω ...η Σίφνος του Κάστρου, μιας που για μένα το Κάστρο είναι περίπου το κέντρο του κόσμου. Τόπος μαγικός μοιάζει να έχει προσγειωθεί στο μικρό κυκλαδίτικο νησί ερχόμενο από ένα άλλο δικό του σύμπαν.

Γράφτηκε κυριολεκτικά στον πυρετό ενός πολύ καυτού ήλιου, σε ένα βράχο κοντά στα Σεράλια και διορθώθηκε και ξαναγράφτηκε πολλές φορές στο καφενείο του Λεμπέση στη μπούκα του Κάστρου. Μετά, κρύφτηκε και ξαναβγήκε στην επιφάνεια πριν από λίγα χρόνια για να υποστεί κάποιες τελικές (;) διορθώσεις πριν πάρει μαζί με τ’ άλλα το δρόμο του τυπογραφείου.

Σήμερα, προκειμένου να το ανεβάσω εδώ, δεν το έκανα ούτε copy paste ούτε το ξεσήκωσα από κάποια λογοτεχνική σελίδα , όπως ορισμένα από τα προηγούμενα.


Το αντέγραψα, το δακτυλογράφησα από την αρχή. Έδωσα έτσι στον εαυτό μου χώρο για να ξαναταξιδέψω –με άλλη ματιά- στις ώρες που το πρωτόγραφα, τότε στο Κάστρο. Μπόρεσα να δω κιόλας με αυτόν τον τρόπο τις διαφορές που έχω τώρα στη διαχείριση κάποιων συμβόλων. Και υπάρχουν. Ωστόσο δεν το «πείραξα» το άφησα όπως ακριβώς είναι στο βιβλίο, ίσως με κάποιες μικροδιαφορές σε κάποια κόμματα, σε κάποιες στίξεις. Το σημείο * παίζει το ρόλο της άνω τελείας. Δυστυχώς δεν υπάρχει στα πληκτρολόγια και έτσι...

Ανά Δύση και όχι Ανάδυση είναι ο τίτλος.

Ίσως, μια εσωτερική «προφητεία» για τη έννοια "δύων ανατέλλων" που ήρθε πολύ αργότερα, όταν έγραψα το ομώνυμο ποίημα

Ανήκει στον κύκλο με τίτλο «η Πανσέληνος βροχή» το δεύτερο μέρος του Ο Δύων Ανατέλλων.

Το υποβρύχιο, σαν πάτε στο Κάστρο δεν θα το δείτε, παρά μόνο αν σταθείτε μακριά από το Κάστρο, στην πρώτη στροφή που αποκαλύπτει το χωριό στα μάτια σας στο δρόμο από την Απολλωνία.


Μόνο που πρέπει να είναι νύχτα και να έχει Πανσέληνο. Τότε, έρχεται το υποβρύχιο, ρίχνει τα σχοινιά στο χωριό και το ανά-δύει τραβώντας το στον ουρανό με ρότα για την έρημο.

12.3.06

Δεν ξέρω


........................................................................................................................................................................

10.3.06

Αυνανιστού Εγκώμιον


Θυμάσαι πως μυρίζει το αίμα;
Θυμάσαι την γλυκιά ζεστή γεύση που έχει σαν το φέρνεις στα χείλη;
Θυμάσαι τότε που οι πληγές σου ήταν ακόμα νέες κι ανοιχτές , σαν τις ρωγμές του τοίχου μετά τον σεισμό του προηγούμενου λεπτού;

Γιατί δεν αιμορραγείς πια;
Γιατί είσαι τόσο στεγνός ακόμα και στην προοπτική του ίδιου σου του τέλους;
Γιατί δεν θρηνείς την απολεσθείσα μαγεία σου;
Γιατί μένεις εκεί ακίνητος μα τόσο ακίνητος μα τόσο ακίνητος ;

Κάποτε κοιτούσες τον καθρέφτη και ήξερες πως η ματιά σου θα τον σπάσει σε χίλια κομμάτια.
Κάποτε, πότε;- αχ ξόδευες μαλάκα μου την ύπαρξη σε φλέβες ναι αχ πονούσες ω!
Ξέσκιζες τις σάρκες σου στα ηλεκτροφόρα σύρματα και ε!

Τι έκαμες ; Α! Ω! Ε! Ταχυπαλμία ναι!

Σταματούσαν τα ρολόγια τότε μαζί με την αναπνοή σου τότε , αχ τότε , σταματούσε η Ιστορία με την αναπνοή σου και ναι, ναι, ναι, σε βλέπω ολόρθο να ισορροπείς πάνω σε μια τεντωμένη χορδή κιθάρας , γλιστράς , γλιστράς , και γίνεσαι δυο , τρία , τέσσερα , αμέτρητα κομμάτια , πάντα ήσουν κομμάτια ρε , πάντα θραύσματα μικρά και έτοιμα να εκραγούν ανά πάσα στιγμή , μια ζωή εμπόλεμο τοπίο σε θυμάμαι σε έναν διαρκή εμφύλιο άνευ λόγου ή μετά λόγου , δεν έχει σημασία!

ΑΛΤ! Σταμάτα! Θα σε σκοτώσω ακόμα κι αν κάνεις πως αναπνέεις!

Θα σου κάνω το κρανίο μια μάζα αίμα και εγκεφαλικής ουσίας . Θα γίνω «ιδιαζόντως απεχθής» για σένα χρυσό μου , αγάπη μου, μάτια μου, καρδιά μου και θα πράξω το επίσης ιδιαζόντως ειδεχθές να ησυχάσεις εσύ από τον εαυτό σου και εγώ από όλους αυτούς τους σκοτεινούς που εμπορεύθηκαν κατ΄ εξακολούθηση την παρθένα μεγαλοφυΐα μου.

Α.. ναι! Θα κάνω έγκλημα !
Και θα το πράξω όσο δύναμαι πιο φρικτό κτο-φρι φρι κτο φρικτότατο-ναι-τατο φρι .

Θα σε σκοτώσω πρώτα , δεν θέλω να υποφέρεις , είμαι καλός εγώ.

Μετά , θα χαζέψω το πτώμα σου για ώρα και νομίζω ότι θα ασελγήσω πάνω του και θα προσπαθώ να αποφασίσω αν πρέπει να κλαίω να γελάω ή να μην κάνω τίποτα από αυτά τα δυο.

Στη συνέχεια θα σε τεμαχίσω, μετά θα κλαίω και θα ξερνάω αλλά δεν πειράζει- και θα σε χτίσω σε ένα κουτί από μπετόν.
Μόλις στεγνώσει το μπετόν θα σε μεταφέρω με τη βάρκα και θα σε ρίξω στο πέλαγος.

Κανείς δε θα σε βρει εκεί .

Τώρα θα ξημερώσει .

Ήλιος χρυσός θα βγει και όλα θα ξεχαστούν .

Ποτέ δε σε γνώρισα , ποτέ μα ποτέ δε σε σκότωσα , όλα ένα κακό όνειρο ήταν , πάει , πέρασε.
Με κόπο θα ξαναπάω στον καθρέφτη και θα με κοιτάξω για ώρα και θα είναι σα να κοιτάω έναν άλλο , όπως πάντα γινόταν δηλαδή.

Ωραία να επιστρέφει κανείς στην τάξη. Την ηρεμία .

Την μονίμως κρυμμένη γλυκύτητα .

Ξέρεις, δεν είναι μόνο αυτός που βλέπω στον καθρέφτη.

Είμαι και αυτός που ακουμπάω , όταν για παράδειγμα καμιά φορά τσιμπάω το πρόσωπό μου , τραβάω τα μάγουλα μου , κόβω με το μαχαίρι τα μπράτσα μου. Δεν πονάω , κάποιος άλλος είναι αλλά με εξοργίζει γιατί δεν μου λέει για τον πόνο του τίποτα. Δεν θέλει να τον παρηγορώ.

Έτσι , νιώθω να με πνίγει η αδικία!

Ο ηλίθιος δεν έρχεται να μου πει : πο-πο-πο-ναααααω!

Αχ πως ..νάω, νοπάω, οπνάω,πονάω , πο!

Δεν το λέει ο αλήτης σε μένα! Που γεννήθηκα για να είμαι βάλσαμο σε όσους πονούν! Και όταν δεν πονάνε τους πονάω εγώ-χωρίς να το ξέρουν- για να συναντήσουν μετά ,την ευτυχία της παρηγοριάς σε μένα!
Τι θρίαμβος !

Ψέματα;

Να για δες! Την βλέπεις αυτήν που έρχεται; Κοίτα! Έχει το κλασικό ύφος της στερημένης και κουρασμένης γυναίκας! Κανένας δεν την καταλαβαίνει και έχει πολύ καιρό να γαμηθεί.

Πρώτα θέλει παρηγοριά. Όχι όμως για τις ήδη υπάρχουσες δυστυχίες της. Αυτές τις έχει συνηθίσει , ζει μαζί τους για χρόνια.

Κοίτα! Κοίτα ! σκέψου την ευτυχισμένη! Να αποβάλει την δυστυχία της δια των δακρύων να πονάει μετά σχεδόν από τους οργασμούς , να αλλάζει ζωή για λίγο και εκεί ακριβώς ααααααααααχ! Τσουπ!

Να, η δυστυχία, ξαναφυτρώνει μπροστά της .
Τότε πρέπει να τρέξω εγώ , να την παρηγορήσω. Να την πάρω αγκαλιά μου και να την κάνω να νιώσει ασφάλεια απέραντη σα να έγινε το σύμπαν ολάκερο ένα θερμό λουτρό.

Ξέρεις , έτσι ξεχνάω και εγώ ότι υπάρχω δίχως να υπάρχω.

Ξεχνάω ότι μέσα μου κατοικεί ένας άλλος
που μέσα του κατοικεί ένας άλλος
που μέσα του κατοικεί ένας άλλος
και πάει λέγοντας, δεν ξέρω μέχρι που.

Τότε δεν υπάρχω στ αλήθεια .
Είμαι μόνο μια παρηγοριά για την δυστυχία που κρατώ στα χέρια μου. Τίποτα άλλο.

Τώρα πια δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.

Η εποχή μας είναι κυνική και σκληρή και συχνά οι άλλοι δεν επιθυμούν την παρηγορητική μου τέχνη , δεν την έχουν ανάγκη .

Άσε που με πήραν και χαμπάρι τελικά. Δηλαδή τι πήραν χαμπάρι; Το ότι δεν υπάρχω.

Έγινε παρούσα η απουσία μου , χωρίς να το καταλάβω ενώ πάντα , μια ολάκερη ζωή η παρουσία μου ήταν που απουσίαζε.

Τέρμα οι συγκινήσεις , τα δάκρυα , τα λόγια , τέρμα όλα .
Το μόνο που ακόμα μου φέρνει μια κάποια ηδονή , αλλά και αυτή φεύγει σιγά σιγά είναι όταν βρίσκω καμιά ενδιαφέρουσα πορνό φωτογραφία που να έχει ένα κάποιο ερωτισμό , να μην είναι δηλαδή τελείως χύμα ένα μουνί κει πέρα .

Πάλι , συλλαμβάνω τον εαυτό μου να ψάχνω την δυστυχία στο βλέμμα της γυμνής γυναίκας..

Φαίνεται πως κάποιο μέρος του μυαλού μου , επιθυμεί να την παρηγορήσει.
Αλλά φευ! Πως να παρηγορήσεις μια φωτογραφία;
Έτσι ,αναγκάζομαι να υπάρξω για λίγο και αυνανίζομαι με μανία κοιτώντας πότε το προσφερόμενο στο χαρτί κορμί και πότε τα μάτια της.

Πού και πού κλείνω και τα δικά μου και θυμάμαι .
Με τη μνήμη αυτή και το παντελόνι λερωμένο πάω στον καθρέφτη και μιλάω σε αυτόν που βλέπω μέσα στο γυαλί:

Θυμάσαι πως μυρίζει το αίμα;
Θυμάσαι την γλυκιά ζεστή γεύση που έχει σαν το φέρνεις στα χείλη;
Θυμάσαι τότε που οι πληγές σου ήταν ακόμα νέες κι ανοιχτές , σαν τις ρωγμές του τοίχου μετά τον σεισμό του προηγούμενου λεπτού;

Μετά , με σκοτώνω ξανά.

Με τωνώ να ξα σκο τα τώνω σκοτώ να ξα!

Χύσε .

0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0-0

Το σχέδιο στην κεφαλή του κειμένου είναι ο Νεκρός Χριστός του Hans Baldung Grien (1511)

9.3.06

Ο Δύων Ανατέλλων


Δύων Ανατέλλων

Ήρθε, θροΐζοντας κρόσσια ξανθά
αποκαλύπτοντας θραύσματα
ενός γαλανού και γκρίζου
μιας ίριδας
απ' όλες τις σκιές της θάλασσας
τις σκιές που φτιάχνουν
τα στήθη των κυμάτων.


Ο Δύων Ανατέλλων


Γεύτηκε πέτρες και κοκκινόχωμα,
κέντησε με αγκάθια τη στολή του,
πριν
φορέσει το κατάρτι του
πριν
νυμφευθεί τα πανιά του
πριν
τη θάλασσά του γεννήσει.


Ο Δύων Ανατέλλων


Μέτρησε ένα τσαμπί σταφύλι
λίγα κομμάτια από χαλκό
ένα θεμέλιο σίδερο,
κρύσταλλα
από αυτά, που έχουν το δώρο της μνήμης
και σπόρους κάρδαμο*
ό,τι είχε απομείνει από έναν καφέ στην Αλέξάνδρεια.

...Il etait une fois, il etait une fois


Ο Δύων Ανατέλλων


Άνοιξε την κουβέρτα με τα κόκκινα και άσπρα καρό
Σκέπασε όλη τη χώρα, όλα τα βουνά, τα φαράγγια,
τους δρόμους τις πλατείες.
Άφησε έξω μονάχα τα νερά, τις λίμνες, τα ποτάμια
κι έστρωσε τις άκρες στις ακτές εκεί που σκαει -τελειώνει- το κύμα.

Μην πενθείτε!

Αινείτε!
Δοξολόγησε αυτός.


Ο Δύων Ανατέλλων


Αποβάλλοντας την όποια πανοπλία του
πρσφέροντας πλέον τα ξίφη του στην κηπουρική
με συνταγή μυστική
έφτιαξε ρόφημα
με φύλλα μη με λησμόνει.

Ήπιε το μισό και με το άλλο μισό
άλειψε το καράβι του για νάναι καλοτάξιδο
να γέρνει γλυκά στα γκρίζα και στα γαλανά
της θάλασσας που θα ταξιδεύσει.


Ο Δύων Ανατέλλων

Θυμήθηκε πως η θάλασσα είναι βλέμμα Θεού.
Τακτοποίησε στα κιβώτια τις ώρες, τις ημέρες, τα χρόνια
σήκωσε λίγο την κουβέρτα και φύλαξε
μια χούφτα άμμο-να θυμάται.

Φτερούγισε από έρωτα
στο βλέμμα
ενός μικρούλη κάβουρα.

Ο Δύων Ανατέλλων

Ο Αναδυόμενος!

Ο Νέος!

Ψηλαφώντας τις ρυτίδες του
τοποθετώντας τα τραύματά του
στο κατάστρωμα για να λιαστούν,
έφυγε,
χωρίς να σηκώσει άγκυρες,
χωρίς να λύσει τα σκοινιά.

Μόνο έκοψε τους κάβους σύρριζα
και χάρισε την άγκυρα στη λάσπη.

Ανατέλλων
έφυγε για την Αγάπη.

o-o-o-o-o-o-o-o-o-o-o-o-o-o-o-o-o-o-o-o-o-o-o-o

1996 Δεκέμβριος. Εκείνη την εποχή, ζω σε ένα θαυμάσιο σπίτι, μια παλιά μονοκατοικία στο Κεφαλάρι ακριβώς ένα στενό κάτω από το Πεντελικόν, Αρτέμιδος 36 και Ξενίας γωνία. Ήταν το αγαπημένο σπίτι της κόρης μου της Νεφέλης μου. Ωραία εποχή, γεμάτη φως που το θυμάμαι να μπαίνει εκρηκτικό από το δικό της δωμάτιο μετατρέποντας τις κίτρινες κουρτίνες σε ηλιακό θραύσμα.

Γράφτηκε και αυτό με μιας, αν και αργότερα, πριν από την έκδοση του, το ξαναδούλεψα και πέντε και έξι φορές, όπως και σήμερα, αν και θεωρητικά
τελειωμένο –εφ όσον έχει εκδοθεί- του έκανα κάποιες ελάχιστες διορθώσεις.

Είναι αφιερωμένο στη Νεφέλη, με το γαλανόγκριζο βλέμμα και το ξανθό κεφάλι που τόσο αγαπώ να ξυπνώ τα πρωινά όταν είμαι κοντά της.

Είναι από τα ποιήματα που θα μπορούσα να αποκρυπτογραφήσω πολύ εύκολα, μιας που κάθε του λέξη έχει –για μένα- πολύ συγκεκριμένο αντίλαλο. Ωστόσο, δε νομίζω πως έχει καμία σημασία αυτό για κανέναν άλλο. Προορισμός του ποιήματος, του κάθε ποιήματος, είναι να καταφέρνει να αποκτά προσωπική σημασία για όποιον το συναντά.

7.3.06

Κύπρος Χαλκού


Άλλο είχα σκοπό να ανεβάσω σήμερα, σε άλλο τελικά κατέληξα.

Μια επίσκεψη στο ήσυχο μα πλημμυρισμένο ουσία blog της εκ Κύπρου Παραγράφου (βλέπε σχετικό δεσμό δίπλα) με υποχρέωσε σε μια μικρή στροφή ώστε να συνομιλήσω με όσα μου δημιούργησε η ανάγνωση εκεί.

Ανέσυρα το Κύπρος Χαλκού, γραμμένο το 1988 στο Λονδίνο.

Είναι από τα λίγα που θυμάμαι πως ακριβώς το έγραψα. Την ημέρα, την ώρα, τις συνθήκες.

Ο αδελφός μου έλειπε στην Ελλάδα και είχα παει με το ποδήλατο στο σπίτι του να δω –όπως είχαμε συμφωνήσει, αν ήταν όλα εν τάξει.

Γκρίζο κυριακάτικο μεσημέρι, ψιλή βροχή κι αφού έφαγα τα σουβλάκια που είχα αγοράσει καθ οδόν από τη Garrat Lane κάθισα στο πιάνο, έτσι, χωρίς κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου, με μία πολύ ήσυχη και εσωτερική διάθεση.

Σκόρπιες νότες, ένα ντο, ένα λα ένα φα, μια συγχορδία λα μινόρε και μια στροφή ματζόρε σε ντο και, αίφνης άρχισα να απαγγέλλω το ποίημα σα να το διάβαζα από κάποιο αόρατο χαρτί.

Κουβάλαγα πάντα μαζί μου ένα πρόχειρο τετράδιο, βρήκα κι ένα μολύβι και με αγωνία μην ξεχάσω, άρχισα να γράφω.

Βγήκε μονομιάς και, είναι από τα ελάχιστα που έμειναν σχεδόν απαράλλαχτα μέχρι την τελική μορφή που εκδόθηκε σε βιβλίο χρόνια αργότερα.

Συνήθως, κάθε τι μέχρι να πω «μέχρις εδώ» το γράφω και το ξαναγράφω πολλές φορές.

Άλλωστε το χτίσιμο στη γραφή, είναι ακόμα πιο μεγάλη ηδονή από την «έμπνευση», την «αποκάλυψη».

Γεννήθηκα στην Κύπρο, μα έζησα ελάχιστα εκεί, μιας που και οι γονείς, περαστικοί βρέθηκαν στο νησί στην περιπλάνηση της διασποράς:

Αλεξάνδρεια, Κύπρος, Ελλάδα με μια ενδιάμεση στάση στη Βρετανία.

Και τα μόνα που θυμόμουν , ήταν το εκτυφλωτικό φως , η μυρουδιά του φρέσκου αγγουριού που έκοβε η μητέρα στη κουζίνα , οι κότες στην πίσω αυλή , κάποιες γεύσεις κι ελάχιστες αισθήσεις.

Όπως έγραφα στα Μυστήρια της Ναϊάδων, όταν με ρωτούν πούθε είμαι, απαντώ «από την οδό Ναϊάδων στο Παλαιό Φάληρο».

Ωστόσο, το σπίτι της Νικοδήμου Μυλωνά στη Λευκωσία, είναι εκεί, ίδιο και απαράλλακτο με κάποιους άλλους να μένουν εντός του. Ή μάλλον, να συγκατοικούν εκεί εν αγνοία τους, με τα στοιχειά της μνήμης μου.

Στο δρόμο, το φως παραμένει το ίδιο: Αλύπητο στις σκιές, που τις εξαφανίζει τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια. Οι λεμονιές, γιορτή ακούραστη και αήττητη, ακόμα και ελάχιστα να τις αγγίξεις καθώς τις προσπερνάς, σε παίρνουν με το άρωμά τους στο κατόπι για χρόνο πολύ.

Είναι καράβι η Κύπρος.

Όλα τα νησιά, καράβια είναι.

Μόνο που η Κρήτη, η Ρόδος, η Πάτμος, η Κέρκυρα και το Ζάντε έριξαν άγκυρα εδώ και χρόνια.

Η Κύπρος, ακόμα ταξιδεύει ριγμένη στο πέλαγος.

Αλήθεια...

Με τι πυξίδα;

--------------------------------------------------------------------
Κύπρος Χαλκού

Και τι πιο χάλκινο από ένα άστρο που χάθηκε στη στάχτη.

Παντοτινά σ' αγαπούσα,
μέχρι που ο χρόνος σταμάτησε
κι έγινες ένα παιδί που έχασε το δρόμο για το σπίτι.

Τι πιο θλιμένo αλήθεια
απο ένα παιδί που έχασε το δρόμο για το σπίτι;

Προσπάθησε να θυμηθείς.

Βουβά ορυχεία τα σιωπηλά σου μάτια.
Μα δεν μπορεί!
Κάπου θα έχεις μυστικά
Κάπου θα κρύβεις μια κάποια περηφάνεια!

Ελα.
Έλα τις καστανιές και πάλι να φιλήσεις.

Να σκάψουμε το κοκκινόχωμα βαθιά,
να βρούμε Θεμέλια κόκαλα για να φωτίσουμε λευκά
τόσων χρονών σκοτάδι.

Μονάκριβη.

Τόσοι σε θέλησαν, κι εσύ δεμένη στο κρεβάτι
Ξεχνάς στον ύπνο την οδύνη.

Άστρο μου, άστρο Φως!
Που χάλκεψες και γέμισες τουριστικά μπακίρια
θέλω μια σφαίρα να φυτέψω στο μάτι του πασά.

Αρχαίο ψωμί που τρως!

Γεμάτο χώμα και χαλίκι.

Κομμάτια πηλού το σάλιο σου, μα πως το καταπίνεις;

Κοκκίνησεν ο ουρανός, με μια μισή σελήνη.

Κι όσο γαλάζιο σου'μεινε ξασπρίζει στα παράλια.

Στα κύματα που κολυμπούν οι ξένοι.
Στα κύματα που κολυμπούν οι ξένοι.

Και τώρα σ' αγαπώ και θα σ' αγαπώ, μετά το χρόνο ακόμα κι αν ξεχάσεις Κόρη, τ' ονομά σου:

Κύπρος.


Ο πίνακας που κοσμεί το κείμενο είναι το Κάστρο του Rene Magritte.

3.3.06

Ανάποδα -Νίκη;

Να γράφω το Μοβ με πράσινο και το πράσινο με μοβ.

Να γράφω το κόκκινο με κίτρινο και το κίτρινο με κόκκινο.

Να λοιπόν μια χρωμοσύνταξη ανάποδη που σαν εξηγηθεί φέρνει τα ίσα στην τάξη.

Τελικά, ποτέ δεν ξεκίνησα τίποτα από την αρχή του.
Πάντα ανάποδα πήγαινα.

Μου λέγανε : Έτσι. Όχι εγώ, ιστΕ!

Μα είναι σοβαρά πράγματα αυτά;;;

;;;άτυα αταμγάρπ άραβοσ ιανίε αΜ

-ο-ο-ο-ο-ο-ο-ο-ο-ο-ο-ο-ο-ο-ο-ο-ο-ο-ο

Νίκη;

Κύμα το κύμα, κυματάκι. Θάλασσα.

Πετούνε τα λευκά. Κοίλα, με σταυρούς στην κορυφή.

Το κοκκινόχωμα από κάτω, έντεκα μήνες τις Πασχαλιές εγκυμονεί.

Η πλάτη Σου, σηκώνει το πέλαγος.

Τα μαλλιά Σου, γέρνουν στην αλμύρα αυτής της βόλτας.

Φωτογραφία μαυρόασπρη, κι όμως, όλα τα χρώματα κι άλλα πολλά, γαλάζια, μπλε, λευκά τυλίγουν το ξανθό κεφάλι Σου.

Σύννεφα τα σύννεφα

υποχωρούν στο κόκκινο του γέλιου Σου.

Μένει η πιστή ζακέτα, στο φιλμ, μαυρόασπρο χαρτί.

Φωτογραφία: Ακούω τη βοή νιώθω τον αέρα. Έρχεται.

Είναι εύκολο να πιάσεις τ’ αστέρια στο Αιγαίο.

Σέβονται τα πεύκα και τα ύφαλα και σκύβουν το φως τους χαμηλά.

Πάνω στα βόρεια, είναι αλλιώς. Ας πούμε, στη Σαμοθράκη.

Η Γη, βασιλεύει μονόλογη εκεί.

Συνομιλεί μόνο με τα ποτάμια

μόνο με τα γιγαντιαία κουνούπια των ελών.

Αβγά, φέτα, ελιές και ψωμί προσφέρουν πάντα οι ορεινοί.

Φρούτα, νερό, ψωμί και την ευχή τους οι Νότιοι των κυμάτων.

Το ξέρω, απο τη φωτογραφία: Το χαμογελο που έφυγε από τα χείλη Σου κι αποτυπώθηκε για πάντα στο χαρτί είναι ντυμένο στην ευχή.

Ευλογημένο.

Τις νύχτες στις αμμουδιές φυτρώνουν οι κιθάρες οι φωτιές κι' όμορφα κορίτσια που δεν είναι κανενός.

Πεταλούδες ανοιξιάτικης Τζιας.

Αγριολούλουδα αγόρια άγουρα για το καλοκαίρι αδύναμα για το κρύο του χειμώνα. «Ούτε του σπέρνειν ούτε του θερίζειν».

Είναι λοιπόν φορές που οι φωτογραφίες στοιχειώνουν.

Συνήθως, αυτό γίνεται βράδυ όταν τα κύματα αφρίζουν στον εγκέφαλό σου και εμφανίζουν τις μνήμες.

Πάει σχεδόν τέσσερις* ξημερώνει όπου να’ ναι.

Νομίζεις πως ακούς τη φωνή Της να σε φωνάζει φεύγουν δέκα λεπτά μέχρι να παφλάσει το δάκρυ στο μάτι σου γιατί κατάλαβες, γιατί κατάλαβες, πως η φωνή, η φωνή ήταν μια γάτα που’ κλαιγε και συ στον ύπνο σου πνίγηκες σε μια σταγόνα δάκρυ βυθίστηκες στον πάτο του πόνου σου εκεί* στα ναυάγια και στα σπασμένα κατάρτια του βυθού σου που λικνίζονται με φύκια και άμμο διαταραγμένη.

Λάσπη καφετιά, μαυρόασπρη φωτογραφία παλιά που με το πέρασμα του χρόνου δεν κιτρίνισε και μπήκε σ’ ένα καδράκι ακίνητη, ξεχασμένη αγάπη που δε γεννήθηκε μα κάθε τόσο ζωντανεύει, στοιχειώνει σαν γάτα αγριεμένη απο την ξαφνική πτώση ενός καπακιού σκουπιδοντενεκέ.

Περνάει ο τρόμος μένει η στεναχώρια κι έτσι τουλάχιστον με τη γάτα αφορμή και οδηγό ταξιδεύεις.

Περίεργα πράγματα, ε;

*=Ελλείψει άνω τελείας

2.3.06

put your self down slowly( and your cat)

Ήταν οι τρελές αγελάδες, είναι η γρίπη των πτηνών και τώρα, μας δίνουν και οδηγίες για τις γάτες μας, ενώ έχουν αρχίσει κάποιοι σκόρπιοι ψίθυροι για το χοιρινό, τουλάχιστον σύμφωνα με κάποια σημερινά ρεπορτάζ του Euronews.

Έχω βαρεθεί να βλέπω στις ειδήσεις κότες και κοτέτσια. Βέβαια και πριν ξεσπάσει όλη αυτή η ιστορία, η ελληνική τηλεόραση, πάλι με κοτέτσι έμοιαζε , γεμάτη λογής λογής κοτούλες και κοκοράκια με πολύχρωμα πούπουλα και ύφος «εγώ είμαι και κανείς άλλος, κοιτάξτε με τι κούκλα που είμαι, καμαρώστε με πόσα ξέρω εγώ» κλπ.

Χτες, προχθές, δεν θυμάμαι ποια μέρα ήταν, μείναμε εμβρόντητοι, όταν στο δελτίο ειδήσεων της Δορυφορικής ΕΡΤ που βλέπουμε εδώ στην Κύπρο, δόθηκαν σχεδόν δέκα λεπτά για την παρουσίαση του πρώτου μυθιστορήματος του δημοσιογράφου κου Λακόπουλου.

Γιατί άραγε;

Θα το καταλάβαινα , αν το δελτίο ειδήσεων , είχε κάθε μέρα, ένα ένθετο (ως όφειλε) για τα βιβλία και τις τέχνες. Αλλά έτσι; Γιατί αυτή η επιλεκτικότητα; Ε, προφανώς, γιατί ο Χ είναι «δικός». Ενδιαφέρον ήταν πως για το βιβλίο και το περιεχόμενό του, δεν ακούστηκε ούτε λέξη, παρά μόνο επίμονες παραινέσεις του τύπου «πρέπει να το διαβάσετε όλοι» «το διάβασα μέσα σε ένα σαββατοκύριακο» «κόβει την ανάσα» και άλλα ανάλογα ενδελεχή. Και όλα αυτά από τους γνωστούς αενάως ανακυκλούμενους. (Μίμης Ανδρουλάκης κ.α.)

Παρένθεση ήταν αυτό, συνειρμός που ...αυγάτισε με τις κότες.

Γρίπη των πτηνών λοιπόν και τώρα σε κύκλο προστασίας και οι γατούλες μας.

Και βέβαια δεν είναι μόνο αυτά. Σας θυμίζω πως στις μέρες μας, τα προϊόντα που παράγονται φυσικά- τα λεγόμενα Βιολογικά και έχουν τη γεύση και τ αρώματα που είχαν οι...πρόγονοί τους, είναι πανάκριβα και είδος πολυτελείας.

Σύμφωνα δε με τις έρευνες αγοράς, «αφορούν καταναλωτές μεσαίας και ανώτερης κοινωνικής και οικονομικής τάξης και με μορφωτικό επίπεδο πάνω από το μέσο».

Χρόνια τώρα, όλοι λέμε μεταξύ μας, το...αγγουράκι βρε παιδί μου, δε μοσχοβολάει όπως κάποτε. Οι ντομάτες είναι φουσκωμένες από τις ορμόνες και άγευστες.

Και όπως σημείωσα πιο πάνω, τρελές αγελάδες, πειραγμένα γάλατα, παραμορφωμένα φρούτα (είναι τόσα που ακούμε κάθε τόσο που δεν τα θυμάμαι) και τώρα μετά τις κότες η διατροφική παράνοια, η αρρώστια, επιβάλλει αλλαγή στη ρουτίνα των Γατών μας.

Εγώ λεω, πως είμαστε ακόμα στην αρχή. Και ακόμα λεω, πως δεν βλέπω καμία ελπίδα αντιστροφής όλων αυτών των φαινομένων.

Εγώ ξέρω, είναι τόσες πολλές οι πληροφορίες που δεχόμαστε και τόσο σοβαρές που τείνουμε είτε να τις ξεχνάμε είτε να μην τις συνδυάζουμε μεταξύ τους.

Το 1973 στην Αμερική, όταν ακόμα η λέξη Οικολογία και η έννοια προστασία του περιβάλλοντος δεν είχαν μπει στο λεξιλόγιο μας, γυρίσθηκε μια ταινία παγκοσμίως άγνωστη στο ευρύ κοινό αλλά με μπόλικες χιλιάδες φανατικούς σε όλον τον κόσμο. Μεταξύ αυτών και εγώ.

Βρισκόμαστε στο έτος 2022. Η ανθρωπότητα κυριολεκτικά αποδιοργανωμένη από την βαρύτατα ασθενούσα φύση δεν μπορεί να φαει «φυσιολογικά» .

Η διατροφική αλυσίδα έχει διαταραχθεί, ο υπερπληθυσμός έχει δημιουργήσει τεράστιες ανάγκες και, η κεντρική εξουσία , την οποία ποτέ δεν βλέπουμε αλλά νιώθουμε πως είναι «κάπου» έχει δημιουργήσει το θαυματουργό μπισκοτάκι που περιέχει όλες τις αναγκαίες πρωτεΐνες για τη διατροφή των ανθρώπων.

Το φαινόμενο του Θερμοκηπίου έχει ανεβάσει τη θερμοκρασία στα ύψη, οι άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι στις πόλεις με το ζόρι και κάθε πρόσβαση προς τη φύση απαγορευμένη αυστηρά, οι πλούσιοι ζουν σε ειδικές πολυτελείς ζώνες (με τις γυναίκες να περιλαμβάνονται στον εξοπλισμό του σπιτιού) .

Ντομάτες, μαρουλάκια, αγγουράκια, κρέας κλπ είναι είδη σε απόλυτη ανεπάρκεια και η κατανάλωσή τους –όπως και η παραγωγή τους, είναι αυστηρά παράνομα -εκτός αν ανήκεις στην "νομενκλατούρα''.

Κάποιοι ελάχιστοι, νοσταλγοί του αμαρτωλού παρελθόντος , παρανομούν σε υπόγεια και άλλα κρυφά σημεία συναλλαγής.

Η αγοροπωλησία μιας ντομάτας, μοιάζει με την αντίστοιχη συναλλαγή για κάποιο πανάκριβο ναρκωτικό...

Μέσα στο ασφυκτικό και κλειστοφοβικό πλαίσιο που δημιουργεί η ταινία υπάρχουν αρκετά ενδιαφέροντα δευτερεύοντα στοιχεία.

Για παράδειγμα, στην πόλη (Νέα Υόρκη) διάσπαρτα είναι εγκατεστημένα τα λεγόμενα «Αναχωρητήρια» . Ειδικοί χώροι στους οποίους οι άνθρωποι πάνε όταν νιώσουν πως το τέλος τους πλησιάζει.

Είναι καταπληκτική η σκηνή στην οποία ο μέντορας του Detective Robert Thorn πάει στο Αναχωρητήριο για να τελειώσει τη ζωή του με τη βοήθεια μιας ένεσης.

Μπαίνει στον ειδικό θάλαμο, ξαπλώνει στο άνετο ανάκλιντρο και δίνει την παραγγελία του. Έχει το δικαίωμα να πεθάνει ακούγοντας τη μουσική της επιλογής του και βλέποντας επίσης όποιες εικόνες ζητήσει. Η ειδική οθόνη κατεβαίνει απέναντί του και από τα ηχεία ξεχύνεται η 7η συμφωνία του Beethoven , η γνωστή και σαν Ποιμενική. Η οθόνη, γεμίζει με απέραντους κάμπους από στάρια γερμένα από το αεράκι, από κύματα που φουσκώνουν και σκανε στα βράχια των ακτών , από δέντρα που βαραίνουν με αστραφτερά πορτοκάλια και φύλα πράσινα που γυαλίζουν στο φως. Πεθαίνει, με ένα δάκρυ να κυλά από τα μάτια του καθώς θυμάται τον κόσμο που γνώρισε όταν γεννήθηκε πολύ πριν γίνουν όλα ένα μπισκοτάκι.

Το καταπληκτικό μπισκοτάκι, το περίφημο Soylent Green της εταιρίας Soylent Corporation. Παράγει τρία μπισκότα, το red, το yellow και το green που δίνει και τον τίτλο στην ταινία, η οποία έχει στηριχτεί στη νουβέλα Make room make room! του Harry Harrison .

Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας ο Detective Robert Thorn δοσμένος πολύ καλά από τον Charles Heston ερευνά τον φόνο ενός υψηλά ιστάμενου αξιωματούχου της . Soylent Corporation.

Μέσα από την έρευνα, αρχίζει και ξετυλίγει το μυστήριο των συστατικών του μπισκότου για τα οποία το κοινό δεν έχει ιδέα. Οι φήμες το θέλουν να είναι φτιαγμένο από πλαγκτόν ή σόγια, αλλά οι ίδιες φήμες λένε πως ούτε πλαγκτόν υπάρχει πια ούτε σόγια. Τελικά ο Detective θα ανακαλύψει πως η περίφημη Soylent Corporation είναι αυτή που έχει δημιουργήσει και στήσει παντού τα περίφημα Αναχωρητήρια, ώστε να προμηθεύεται απ ευθείας την πρώτη ύλη για τα μπισκοτάκια της.

Ανθρώπινα φρεσκοπεθαμένα σώματα.

Το πρόβλημα της διατροφής, έχει λυθεί μέσα από έναν έμμεσο κανιβαλισμό.

Η ταινία λοιπόν, γυρισμένη το 1973. Εμείς, εδώ , 21ος αιώνας και 2006.

Υπάρχουν στιγμές, δεν το κρύβω, που χαίρομαι ιδιαίτερα γιατί δεν είμαι πια 20 χρονών ώστε να έχω μπροστά μου σίγουρα άλλα 50 χρόνια ζωής. Ο κόσμος, υποβαθμίζεται συνέχεια και όλοι παρακολουθούν περίπου αδιάφορα το τι συμβαίνει.

Την ίδια στιγμή που όλα είναι ανήσυχα και ανακατωμένα, από τις κλιματολογικές συνθήκες μέχρι το φαγητό μας και από αυτό μέχρι τις γάτες μας η Nasa προκηρύσσει εδώ και 4-5 χρόνια αλλεπάλληλους ειδικούς διαγωνισμούς στην επιστημονική κοινότητα με μικρές ανακοινώσεις που σπάνια σχολιάζονται από τα Μέσα Ενημέρωσης.

Ανακοινώσεις που έχουν να κάνουν κυρίως με πατέντες και ευρεσιτεχνίες για την μετάλλαξη της ατμόσφαιρας του πλανήτη Άρη σε αναπνεύσιμο και του εδάφους σε καλλιεργήσιμο. Όλα αυτά, σε δυο στάδια.

Πρώτα για μικρές κλειστές κοινότητες των 1300 περίπου ανθρώπων σε ειδικούς θόλους και μετά , σε έναν ορίζοντα 80 με 100 χρόνια για όλο τον πλανήτη. Η τελευταία ανακοίνωση για τέτοιο διαγωνισμό που είδα εγώ, ήταν τον περασμένο Οκτώβριο στην ηλεκτρονική σελίδα της Guardian αλλά και του in.gr.

Όλο και πιο πολύ, νιώθω πως η μοίρα που επιφυλάσσουν για τη Γη, είναι η μοίρα ενός τριτοκοσμικού πλανήτη.

Soylent Green...; Σας φαίνεται απίθανο δηλαδή κάτι τέτοιο; Τα σκάνδαλα και η αίσθηση απειλής που υπάρχει στον κόσμο, η καχυποψία, κάλλιστα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κεντρικά ολιγοπώλια με τη σφραγίδα 4-5 μεγάλων πολυεθνικών εταιριών που θα αναλάβουν να τρέφουν τον κόσμο με «σιγουριά» «ασφάλεια» και «νοστιμιά» σε ποικιλία « αλησμόνητων γεύσεων για κάθε γούστο» με όλα τα «απαραίτητα θρεπτικά συστατικά» χωρίς πια «κανένα φόβο από το...βρώμικο παρελθόν»

Πουτ δεμ ολ ντάουν. Δε κοτς, δε cats, δε τομάτος , δε αρνάκι ψητό, δε χοιρινό κρασάτο, ....put your self down slowly man…! Και μακριά από γάτες.