26.2.06
'Αλφα
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ.
Ανώνυμες οι λίμνες μου μες στην αχλύ μιας νύχταςπου δε λέει να φύγει ακόμα.
Θα φύγει!
Μακρύκαννο πρωινό, εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου και η σφαίρα ακόμα ταξιδεύει αποφράζοντας τις δαιδαλώδεις αρτηρίες μου.
Τι θέλει ο άνθρωπος με τη στολή του δύτη και στέκει αγνοούμενος στη μέση αυτού του κάμπου;
Γιατί είναι τόσο ξένος; Γιατί κρατά ομπρέλα ανοιχτή;
Μήτε το φως έχει φανεί κι ούτε σημάδια για βροχή έδωσε απόψε το φεγγάρι.
Γύρισα πέρα απ’ τον καθρέφτη που είχε φυτρώσει εμπρός μου.
Μα να, κι άλλος, καθρέφτες πολλοί προκύπτουν αίφνης από τη Γη…να φύγω;
Μ’ ένα λεβιέ ταχυτήτων στην κοιλιά με μιαν εξάτμιση στην πλάτη το Αραράτ καλώ εδώ, μπας και κρυφτώ από τούτον εδώ τον ιχνηλάτη της ψυχής.
Άβυσσος.
Με μια ταξιανθία αρωμάτων και ποικιλίες μπαχαρικών φορτωμένος θα αμυνθώ όσο πρέπει, ώστε την κατάλληλη ώρα συσσέπαλος να παραδοθώ, το κατά δύναμιν άφθαρτος, έως παρθένος, στο τι με περιμένει.
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ.
Αποσκευές μου, ένα λευκό προσόψιο
και το έσχατο των δακρύων μου, σε μικρό κουτάλι,
να μεταλάβεις, να καταλάβεις πως ούτο εστί το νόημα των ανέμων που έλκουν τα νερά στα ψυχονήσια των οιωνοσκόπων εραστών.
Έλα κατόπιν, να με καλοστρατίσεις γιατί αποίμαντος πορεύθηκα ως εδώ ακούγοντας το μινύρισμα της πέτρας, συλλέγοντας σταγόνες υγρασίας, που κρύβουν μέσα τους τις εξομολογήσεις των άστρων. …
εκείνο το φως που τρεμοπαίζει πάντα μου έμοιαζε τραγούδι
Ανώνυμες οι λίμνες μου, μες στην αχλύ μιας νύχτας που δε λέει να φύγει ακόμα.
Θα φύγει!
Διάστικτο πρωινό, διαχέεται γύρω, σαν μουσική ενός αυλού από την ανατολή που χρόνια πολλά πριν χάθηκε στις χαράδρες μ’ ακόμη αντιλαλεί.
Αντιλαλεί και πάει, κι ανοίγει μονοπάτια κι όπου σκληρά της Γης, τα κάνει τύμπανα τα βάζει στο παιχνίδι, δεν αντιστέκονται, κρατούν ρυθμό.
Τι θέλει ο άνθρωπος με το σκάφανδρο και στέκει έφεδρος της νύχτας απέναντι από το φως;
Γιατί είναι τόσο νέος; Γιατί κρατά δοξάρι;
Μήτε ο αέρας σώθηκε, μήτε ο χρόνος σταματά κι ούτε τη γλώσσα της χορδής μοιάζει να ξέρει.
Γύρισα πέρα από τα χαλάσματα που φτιάχτηκαν μπροστά μου.
Τζάμια σπασμένα, υαλοθραύσματα επιρρεπή σε μια διαρκή ειρωνεία.
Αυτή των τεθλασμένων ειδώλων.
Άφωνος στέκω μες στο βαρύτονο τοπίο. Δεν το αντέχω πια. Να φύγω;
Μ’ ένα ποδήλατο παλιό, ποδήλατο χωρίς πετάλια το Αραράτ καλώ εδώ μπας και κρυφτώ από τα πετρωμένα εκείνα που μόνος μου όρισα.
Άβυσσος.
Με μια χρόνια ορεσιπάθεια στη ματιά,άσωτος κρημνοβάτης, επιθυμώ να πετάξω χαμηλά, τη βαρύτητα να διδαχθώ.
Αποσκευές μου, μια φιάλη σφραγιστή φέρει εντός της, τη βροχή που έπνιξε τις πολιτείες που διάβηκα.
Λαβέ λοιπόν, για να κριθείς.
Λαβέ για να πλυθείς και να λειτουργηθείς κι από το σώμα μου, με το νερό αυτό να αποβάλεις το δέρμα που απέκτησα βαδίζοντας γυμνός, τόσον καιρό.
Μακρύκαννο πρωινό εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου.
Η σφαίρα, διέρρηξε την αορτή, πριν την καρδιά μου αγγίξει.
Εκτοξεύθηκε, άνοιξε, φώτισε και γιόρτασε τον ουρανό μου ίσαμε που ‘σβησε.
Πυροτέχνημα.
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου, έτσι κι αλλιώς πρώτη φορά τις περπατώ…
Πλησίστιος, πλησιφαής κι όμως μεσίστιος, ρωτώ:
Τι θέλει ο άνθρωπος και στέκει έμβρυος στη μέση αυτού του κόσμου;
Γιατί χαμογελάει πλάθοντας τις οδύνες του βαφτίζοντάς τες μοίρα;
Δεν κρατάει τίποτα.
Τίποτα δεν κρατάει.
Με τα χέρια στην έκταση ανοιχτά μοιάζει να χορεύει συνέχεια ανάμεσα στο πλήθος, να διαπερνά τα σώματα και αενάως να διαφεύγει τον κίνδυνο που ονομάζει εγκλωβισμό.
Έμβρυος.
Κι ωστόσο το βλέμμα του γερνάει ολοταχώς, τόσο, που κάποτε μοιάζει με νύχτα.
Βρέφος, το απροσπέλαστο, πονάει ακόμασε κείνο το πλευρό που ο Θεός του πήρε…
Μακρύκαννο πρωινό; Εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου;
Ποτέ δεν κατάλαβα ότι για χρόνια πολλά, περπατούσα ανάμεσα στις μικρές χαραμάδες που αφήνουν οι από αιώνες συγκολλημένες πέτρες.
Η λάσπη έγινε χώμα ξερό, θρυμματίζεται στο πέρασμά μου.
Ο τοίχος όμως αντέχει.
Τόσοι σεισμοί, τόσες ξηρασίες, και περπατώντας ανάμεσα δεν ένιωσα ποτέ την παραμικρή μετατόπιση.
Από πέτρα σε πέτρα, ανακάλυπτα κάποιες φορές πράγματα καινούρια, ασήμαντα, άλλοτε αδιάφορα κι άλλοτε ικανά να βάζουν την καρδιά μου σ’ έναν ταχύπαλμο ρυθμό:
Ένα ξερό κλαδάκι,ένα πέταλο από αρχαίο τριαντάφυλλο λίγη χρυσόσκονη, κάποιο νήμα μεταξιού μια πεταλίδα σκονισμένη και στεγνή να θυμάται παφλασμούς.
Μακρύκαννο πρωινό;
Εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου;
Ποια να ‘ναι η αλήθεια; Τι είναι η αλήθεια;
Τι υπάρχει μετά το κλέος της παραβίασης κάποιων ορίων;
Τι θα πει όφελος, σκοπός, έργο… Τι είναι θυμάμαι; Και τι είναι γνωρίζω;
Τι είναι αυτό και κείνο και τ’ άλλο; γιατί ρωτάω;
Γιατί οι απαντήσεις δεν παίζουν κανένα ρόλο;
Τι ζωγραφίζει τις τροχιές μας;
Τι μας νοιάζει; Σε ποιο έγκλημα συμπράττω όταν αποσύρω το βλέμμα μου από τους καθρέφτες;
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου, έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ καθώς, ποτέ δεν έφυγα από τις χαραμάδες.
Τώρα, που μάζεψα τόσους ίσκιους που γέμισα το σάκο μου βροχές
μπορώ να κοιμηθώ μπορώ και να κινήσω…
«Ο την επταπλάσιον κάμινον και την φλόγαν την εν Βαβυλώνι εις δρόσον μεταβαλών και τους αγίους σου τρεις παίδας σώους διαφυλάξας»*
… Κύριε; Πώς την αντέχεις τόση Έπαρση;
Τι εκπυρσοκρότησες την Πρώτη του Χρόνου;
ωμέγα.
* Ευχή επί Βασκανίαν εκ των Περιστατικών Ευχών από το Αγιασματάριον της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας
20.2.06
Βρέχει
Γύρισε ξημερώματα στην Πόλη του. Μετά από μέρες, μήνες ίσως πορείας, επέστρεφε ξανά. Πόλη του; Από που κι ως που, αφού τίποτα δεν ήταν πια δικό του.
Γυμνός Άναυδος Πικρός, βήμα το βήμα, χωρίς να κρύβει τη γύμνια του, προχωρούσε.
Ανυπόδητα τα πέλματά του άγγιζαν το υγρό χώμα. Τα υγρά πεζοδρόμια. Τους υγρούς δρόμους.
Όπου κι αν περπατούσε, έβρεχε.
Σε όλη του τη ζωή, συνοδεύτηκε από μια σιγανή, αλλά ασταμάτητη Βροχή.
Η θλίψη του, ολάκερη θάλασσα, αδικαιολόγητη συνήθως για τους άλλους, τον έκαμε σιγά- σιγά διάφανο και τελικά αόρατο.
Παλιά τουλάχιστον θύμωνε. Φώναζε, ξεσπούσε, ησύχαζε.
Τώρα, άχορδο βιολί, κρατά τη μουσική στη μνήμη του ξύλου και περπατά, περπατά.
Γυμνά κι αόρατα.
Γυμνά κι αόρατ
Γυμνά κι αόρα
Γυμνά κι αόρ
Γυμνά κι αό
Γυμνά κι α
Γυμνά κι
Γυμνά κ
Γυμνά
Γυμν
Γυμ
Γυ
Γ
.
Αυτό που είναι στους άλλους αντιληπτό, είναι μια μικρή παράξενη βροχούλα που προχωρά, κοντοστέκεται και πάλι προχωρά. Κανείς.
Κανείς δεν υποψιάζεται, ότι κάθε σταγόνα, είναι μια απορία. Μια στάλα, από αυτές, που ξεχειλίζουν το ποτήρι.
Έτσι, ξημερώματα μπήκε ξανά στην Πόλη.
Άλλη μια προσπάθεια, να ενώσει τις σταγόνες του σε σχήμα, να ξανά-βρει τη μορφή που είχε, το-τε. Άλλωστε ,για αυτό είχε φύγει. Για να γυρίσει.
Όλοι όσοι φεύγουν, κάπου επιστρέφουν. Στέκονταν τώρα, εκεί, στη γωνία μουσκεύοντας λίγο πεζοδρόμιο, βλέποντας τους φίλους, απέναντι στην μπυραρία.
Συγκεντρώθηκε: Να κάνει νόημα. Να κουνήσει το χέρι. Να πάρει το σχήμα του. Οι περαστικοί κοντοστάθηκαν. Τ' αυτοκίνητα, άρχισαν να σταματούν το ένα μετά το άλλο.
Οι φίλοι, βγήκαν και αυτοί έξω στο πεζοδρόμιο με τα ποτήρια των 500 στα χέρια. Ο Αντώνης, ο Κωνσταντίνος, ο Στέλιος, η Μαρία, ο Μάνος, η Αθηνά.
Σχολίαζαν, μαζί με τους άλλους περαστικούς, το φαινόμενο.
Την άλλη μέρα, το νέο φιλοξενήθηκε στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων:
"Πανεπιστημίου και Ακαδημίας γωνία, μια στήλη βροχής παραμένει σταθερή, λαμβάνοντας ενίοτε ανθρωπόμορφο σχήμα και υγραίνοντας διαρκώς τα δύο τετραγωνικά μέτρα που την περιβάλλουν. Το πράγματι ανεξήγητο φαινόμενο, έχει προκαλέσει κυκλοφοριακή συμφόρηση και όπως είναι εύλογο, μεγάλη μερίδα του κοινού συρρέει στην περιοχή προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα γεγονότα. Προς το παρόν πάντως, επίσημη εξήγηση δεν έχει δοθεί."
Άλλοι μιλούσαν για θεϊκό σημάδι, κάποιοι έλεγαν πως αυτές είναι δουλειές του Σατανά και μετανοείτε, γρηγορείτε, μη βλασφημείτεκαι άλλα πολλά σε -είτε, γιατί το τέλος του κόσμου επίκειται.
Ήρθαν και οι διάφοροι φαινομενολόγοι. Ψώνια και κομπογιαννίτες της σειράς, με μάτι που γυάλιζε, χαρακτήριζαν την περίπτωση σαν ufo, χωροχρονική διαστολή ή και απόδειξη για την ύπαρξη φαντασμάτων.
Η κίνηση στην Πόλη σταμάτησε. Μαγαζιά, τράπεζες, γραφεία, αντιπροσωπείες, εισαγωγές εξαγωγές, όλα παρέλυσαν. Γύρω-γύρω από τη Βροχή, στήθηκαν πρόχειρα καντίνες κι αντίσκηνα. Οι περίεργοι, ερχόντουσαν εφοδιασμένοι με κεφτέδες, σφιχτά αυγά, σουβλάκια, φωτογραφικές μηχανές και video κάμερες, εικονίσματα αγίων της μακρόχρονης ελληνοχριστιανικής παράδοσης, ξόρκια που ανακάλυψαν στο συρτάρι της γιαγιάς, πλεξούδες από σκόρδα, μετρητές ραδιενέργειας, σταυρούς, θυμιάματα και περιοδικά με σταυρόλεξα για να περνά η ώρα. Έφθαναν εκεί, Πανεπιστημίου και Ακαδημίας γωνία με ότι μέσο είχαν κι' έφερναν μαζί τους τα παιδιά με τη γιαγιά και τον παππού, τους φίλους και τους γνωστούς, τους συναδέλφους από τη δουλειά..
Η Βροχή; Η Βροχή, δυνάμωνε πάντα στο ίδιο σημείο.
Κάθε μέρα ήταν λίγο πιο έντονη από την προηγούμενη. Πιο καθαρά ήσαν και τα σχήματα.
Υπήρχαν φορές που με σαφήνεια έβλεπες, έναν άνθρωπο από Βροχή να κουνάει τα χέρια -μια κίνηση που θύμιζε κολύμπι σ αόρατη θάλασσα- να σηκώνεται, να γονατίζει και μετά από λίγο χάνονταν κάθε σχήμα και έμενε πάλι αυτή η παράξενη κολώνα βροχής.
Οι φίλοι, είχαν πια καταναλώσει πολλά, πάρα πολλά λίτρα μπύρας. Ο Αντωνάκης, ο Κωστάκης, ο Στελάκης και το Μαράκι, ο Μανωλάκης, η Αθηνούλα. Ενταγμένοι και αυτοί στο φιλοθεάμον κοινό προσπαθούσαν να δώσουν εξήγηση κι ερμηνεία.
Βρέθηκαν κιόλας, στα ιδρυτικά μέλη του νέου συλλόγου: Του Συλλόγου Φίλων Αυτόνομων Βροχών (Σ.Φ.Α.Β.)
Η εκκλησία εν τω μεταξύ, εξέδωσε, επιτέλους, ανακοίνωση: "Η μορφή, είναι μορφή αγνώστου τινός προς το παρόν αγίου, όστις μας καλεί να επιστρέψωμεν εις τον ορθόν δρόμον, αυτόν του Κυρίου …κλπ κλπ".
Κάποιοι επιστήμονες, από την πλευρά τους, μιλούσαν για φαινόμενο παράγωγο, των ρυπογόνων στοιχείων της ατμοσφαίρας αυτής της πόλης...
Είχε κουραστεί. Λουκάνικα. Κρεμμύδια. Σουβλάκια. Φτηνές κολόνιες. Οσμές από πρόχειρες τουαλέτες. Φορητά ραδιοφωνάκια και τηλεοράσεις με μπαταρία.
Μεγάφωνα και φωνές. Μικροπωλητές και επιτήδειοι κατασκευαστές μπρελόκ με σήμα χαραγμένο πάνω στον μέταλλο, μια σταγόνα βροχής. Συνθήματα: Ζω-ντα-νή, ζω-ντα-νή! η βροχή 'ναι ζω-ντα-νή .. Απόψε /το βράδυ /θα γί-νει της βροχής! Ε-ε-ε-έρχεται -έρχεται βροχή και μπόρα- Είχε κουραστεί.
Τούτη η προσπάθεια δεν έβγαινε πουθενά. Ότι κι αν έκανε, ήταν πάντα εγκλωβισμένος στη βροχή του. Προδομένος, μέσα στις σταγόνες του. Κανείς δεν άκουγε. Κανείς δεν έβλεπε. Κανείς δεν, ...ούτε μια τόση δα υποψία.
Έκανε να φύγει.
Κινήθηκε το πλήθος.
Σταμάτησε.
Σταμάτησε το πλήθος.
Έκανε μια ελάχιστη κίνηση.
Και το πλήθος.
Συγκεντρώθηκε ξανά, σήκωσε το χέρι της Βροχής .
Όλοι μαζί, με μιας, έκαναν δύο βή-μα-τα πίσω. Εδώ, άρχισε να το διασκεδάζει. Εδώ, άρχισε να ξαναβρίσκει το παλιό θυμωμένο του κέφι.
Ξαφνικά λοιπόν, Ψήλωσε, Πλάτυνε, Σκοτείνιασε τον ουρανό.
Αστραπές και βροντές, μπουμ μπουμ μπουμ.
Άρχισε να βρέχει πάνω από την Πόλη. Μια ασταμάτητη Βροχή. Μια δυνατή και πιο δυνατή βροχή. Το πλήθος σκορπίστηκε. Κρύφτηκαν στα υπόστεγα, στις εισόδους των πολυκατοικιών, στις τέντες των ζαχαροπλαστείων. Την άλλη μέρα, έβρεχε ακόμα. Και την άλλη. Μια βδομάδα ασταμάτητης βροχής. Δύο. Τρεις. Μήνες. Χρόνια;
Τα υπόγεια πλημμύρισαν. Ξεχείλισαν. Αυτοκίνητα, επέπλεαν στους κάποτε δρόμους, ως φελλοί. Χείμαρροι, ποτάμια, παραπόταμοι, στην Καλλιθέα, το Φάληρο το Ψυχικό. Λίμνες μεγάλες γεννήθηκαν σε όλη τη χώρα, τα νησιά αλλού χαθήκανε αλλού αλλάξανε κι αλλού γίνανε καινούργια.
Η Βουλή, μεταφέρθηκε σε μια ειδική πλωτή εξέδρα. Οι αξιωματούχοι του κράτους, χρησιμοποιούσαν πλέον, ανάλογα με το βαθμό τους, γιωτ, κρις-κραφτ, ή μεγάλα φουσκωτά.
Δεκάδες απλοί βαρκάρηδες, βρήκαν δουλειά σαν οδηγοί των επισήμων και ο απλός λαός, περιορίστηκε, σε βαρκούλες, βαρέλια και σχεδίες.
Οι σαμπρέλες που κάποτε χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για να παίξουν τα χρυσά καλοκαίρια στο νερό, απαγορεύθηκαν.
Τώρα πια, ότι μπορούσε να επιπλεύσει, ήταν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης και είχε περάσει στα χέρια των Εμπόρων.
Τα χρόνια πέρναγαν και πέρασαν τα χρόνια.
Συνήθισαν. Ξέχασαν. Η πρώτη έκπληξη, το ξάφνιασμα και ο πανικός έγιναν σχεδόν μυθολογία. Κανείς πια δεν ήξερε από που και πως είχε ξεκινήσει αυτή η ιστορία, μερικοί έλεγαν για μια παράξενη βροχούλα που ήρθε από το διάστημα, άλλοι μιλούσαν για προγονικά λάθη, αλλά εν πάση περιπτώσει, υπήρχε και η επίσημη άποψη πως δηλαδή, "πάντα έτσι ήταν".
Όλοι πάντως και οι φίλοι μαζί, είχαν βρει τον τρόπο να επιπλεύσουν.
Ήταν όμορφο αυτό το πρωινό και τα νερά έλαμπαν στο πάντα αγαπημένο φως του ήλιου. Όπως κάθε Κυριακή, όλοι είχαν ξεχυθεί με τις βάρκες τους για βόλτα, ενώ τα παιδιά που είχαν ήδη αρχίσει να έχουν τα πρώτα σημάδια μετάλλαξης με πτερύγια που ένωναν τα δάχτυλα έκαναν βουτιές και πολύωρες καταδύσεις. Άντεχαν... Τότε, εκεί, κάπου στο νερό, σ ' ένα σημείο λίγο κρυφό, όπου χρόνια τώρα είχε παρατηρηθεί μια παράξενη ταραχή, μια ανεξήγητη και μόνιμη ανάδευση, άρχισε να πλάθεται ένα σχήμα ανθρώπινο.
Σιγά-σιγά, οι σταγόνες ενώθηκαν, έδωσαν μορφή και να! Ξαναβρήκε τον εαυτό του, όπως τότε, πριν φύγει από την Πόλη. Αυτός ήταν. Ίδιος, εκτός από τη νεροποντή που φύλαγε καλά στο βλέμμα... Καταδύθηκε. Έφτασε κάτω. Χαμηλά στον πάτο. Εκεί, στην περιοχή αυτή που μόνον αρχαιολόγους ενδιέφερε, βρήκε αυτό που γύρευε. Πέρα για πέρα ανθρώπινος, σαν το βιολί που συνάντησε και πάλι τις χορδές, πλήρωσε το χρέος του.
Τράβηξε την τάπα.
Τράβηξε την τάπ
Τράβηξε την τά
Τράβηξε την τ
Τράβηξε την
Τράβηξε τη
Τράβηξε τ
Τράβηξε
Τράβηξ
Τράβη
Τράβ
Τρά
Τρ
Τ
.
15.2.06
Αγαπητοί μου Συνταξιδιώτες, γεια σας.
Μουσική σήματος: Τάδε έφη Ζαρατούστρα του Στράους, η εισαγωγή. Ένα μάλλον αδιάφορο έργο σα σύνολο , με μία συγκλονιστική εισαγωγή ωστόσο που σηκώνει την τρίχα καθώς γεννά στο μυαλό εικόνες κοσμογονίας.
Το θεσπέσιο βαρύτονο ισοκράτημα , τα μεγάλα τύμπανα της ορχήστρας που αρχίζουν αργά και επιταχύνουν ρυθμικά, το ξέσπασμα, η κορύφωση εγχόρδων και πνευστών και ο απόηχος του εκκλησιαστικού οργάνου....Ένα μουσικό θέμα που λατρεύτηκε όταν ο Κιούμπρικ το χρησιμοποίησε στο 2001 Space Odyssey.....Και από πάνω, μιλούσα εγώ (λίγο πριν το crescendo) .... «Στα μονοπάτια του Γαλαξία....μια εκπομπή ραδιοφωνικής φαντασίας επιστημονικής και όχι που γράφει και παρουσιάζει ο....» .
Καθώς έσβηνε το σήμα, στον απόηχό του συνήθως μίξαριζα κάποια μουσική ατμόσφαιρα και... «Γεια σας Αγαπητοί Συνταξιδιώτες...χαμηλώστε τα φώτα, καθίστε αναπαυτικά, αν έχετε ακουστικά φορέστε τα...φεύγουμε»
Κάπως έτσι, ξεκινούσαν πάντα τα Δευτεριάτικα ταξίδια.
Η πρώτη εκπομπή όμως ξεκίνησε με τη φωνή του Richard Burton από το War of Worlds , από τον Πόλεμο των Κόσμων , μια μουσική παραγωγή του Jeff Lynne στην οποία ο μεγάλος ηθοποιός έκανε την αφήγηση...και τώρα που την ξαναφέρνω στο νου μου-όσο τη θυμάμαι, ήταν ή θα πρέπει να ακούγονταν αρκετά αμήχανη και «εγκυκλοπαιδική». Και κάπως έτσι θα πρέπει να κύλησαν οι πρώτες 2-3 πρώτες εκπομπές, λίγο αμήχανες και πολύ...εγκυκλοπαιδικές. Είχα εκείνη την εποχή (ακόμα το έχω δηλαδή αλλά δεν ξέρω που το έχω βάλει) ένα απίθανο αμερικάνικο βιβλίο, το Science Fiction Encyclopedia από το οποίο καθόμουν και μετέφραζα κατεβατά για την εκπομπή.
Σιγά -σιγά, ζεσταινόμουν. Το μικρόφωνο μπροστά μου, άρχιζε να αλλάζει μορφή και να γίνεται το αυτί ενός μοναδικού και ακριβού συνομιλητή, στον οποίο ήθελα να λεω ιστορίες ψιθυριστά, να του διαβάζω ποιήματα , να του λεω παράξενα πράγματα που έμοιαζαν να «ταράζουν» την τάξη της καθημερινότητας...
Τότε , για πρώτη φορά άρχισα να αποκαλώ τους ακροατές μου –που μέσα μου δεν είχα ιδέα αν υπάρχουν- «Συνταξιδιώτες».
Είμαστε στις αρχές τις δεκαετίας του 80 και αυτή η λεξούλα, ποτέ πριν δεν είχε χρησιμοποιηθεί ξανά στο ραδιόφωνο ή στα περιοδικά. Και αν πω πως τότε ήξερα τη δυναμική που θα έδινε αυτή η λεξούλα, που λειτούργησε μαγικά, θα έλεγα μεγάλο ψέμα.
Τα Μονοπάτια, έπαψαν να είναι «ραδιόφωνο» , έγιναν ένα παράξενο σκάφος που ταξίδευε σε παραμύθια, θρύλους, σκοτεινές ιστορίες, μυστήρια κι αλλόκοτα πλάσματα. Μπήκαν στην παρέα, ο Edgar Alan Poe, o William Blake ο Baudlaire ο Σεφέρης....μπλέχτηκαν με θάρρος (θράσος;) ο Χέντριξ με τον Μότσαρτ, ήρθαν οι Κέλτες, οι Λυκάνθρωποι, οι...ιπτάμενοι δίσκοι και λογής απίθανα πράγματα, πάντα χαμηλόφωνα σχεδόν εξομολογητικά...
Μετά από 4-5 εκπομπές, δηλαδή ένα μήνα και κάτι, στο studio με περίμενε ένα «πάκο» με φακέλους. Κάπου 40-50 γράμματα ήταν και θυμάμαι σαν τώρα την αντίδρασή μου.
Πάγωσα, σχεδόν τρομοκρατήθηκα. Ήμουν σχεδόν βέβαιος πως ήταν επιτολές...διαμαρτυρίας. Είχα φτάσει στο studio αρκετά νωρίτερα όπως συνήθιζα, οπότε, έκλεισα την πόρτα , μη με δει κανένας την ώρα που θα διάβαζα....τις διαμαρτυρίες. Τόσο σίγουρος ήμουν για το ρεζιλίκι.
Μετά από δέκα λεπτά με την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο της ζούγκλας και τα μάτια μου σε διάθεση βουρκώματος ρούφαγα τις επιστολές τη μία μετά την άλλη.
Όχι, κανένας τελικά δεν διαμαρτύρονταν για το αίσχος μου! Είχα μπροστά μου, γράμματα φίλων. Ανθρώπων που μόνο η τύχη δεν μας είχαν φέρει κοντά να γνωριστούμε. Χιλιάδες λέξεις, ψίθυροι διψασμένοι για όνειρο και ταξίδεμα, όλες και όλοι οδοιπόροι της νύχτας, των άστρων , των ξωτικών , των παράδοξων, όλες και όλοι ψυχές συντονισμένες με τον Edgar Allan Poe και το Raven με τις ιδιότροπες μουσικές και τους χαμηλούς τόνους.
Μετά από λίγο, ήρθε ο τεχνικός, ο ηχολήπτης. Θαρρώ πως ήταν εκείνο το βράδυ ο Δημήτρης ο Καβακόπουλος με τον οποίο ηχογραφήσαμε ίσως την πλειοψηφία των Μονοπατιών του Γαλαξία.
Τη γούσταρε την εκπομπή , όλοι οι τεχνικοί σχεδόν –κυρίως οι νέοι την έκαναν πολύ κέφι- γιατί ήταν απαιτητική και ήθελε πολλά «κόλπα». Υπήρχαν φορές, που έπαιζαν ταυτόχρονα δυο πικάπ με μουσικές, ένα τρίτο με ειδικά εφφέ και εγώ πίσω από το μικρόφωνο. Και όλα αυτά θέλανε τρελό συντονισμό. Με κάποιους ηχολήπτες, δημιουργούσαμε μαζί τις ατμόσφαιρες σε μια κατάσταση που θύμιζε jazz αυτοσχεδιασμό. Χαρακτηριστικό είναι πως πολλές φορές, μέναμε αρκετή ώρα μετά τη λήξη της βάρδιας τους, για να τελειοποιήσουμε, να κεντήσουμε τις λεπτομέρειες.
Ηχογραφούσα πάντα Δευτέρες, 5-8 λίγες ώρες πριν βγει το πρόγραμμα στον αέρα, για να έχω μια όσο γίνεται μεγαλύτερη αίσθηση ζωντάνιας. Και η αλήθεια είναι πως παρά το συχνά περίπλοκο soundtrack της εκπομπής, οι περισσότεροι νόμιζαν πως ήταν ζωντανή....
Τα γράμματα, δεν σταμάτησαν να έρχονται. Πλήθαιναν διαρκώς. Κάποια στιγμή, ζήτησα να μου στείλουν ιστορίες και ποιήματα.
Το τι ήρθε, δεν μπορώ να το περιγράψω. Αλλά, δεν έχει σημασία η ποσότητα, όσο η απρόσμενη ποιότητα πολλών παιδιών που τότε ήταν 18 και 19 και 20 και 25 –αλλά και μικρότερα, που έγραφαν πολύ ωραία πράγματα. Έχω ακόμα τα διηγήματα του Κώστα Γερογιάννη και του Θανάση Βέμπου. Ο πρώτος, παραμένει στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας, είναι δραστήριο μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης Ε.Φ. και ο δεύτερος πια, γνωστός συγγραφέας στον χώρο της έρευνας και του φανταστικού.
Μα και άλλοι πολλοί, με πένες αισθαντικές και καλλιεργημένες που βρήκαν ξαφνικά διέξοδο και συνομιλία. Δεν ξέρω τι απέγιναν, ελπίζω να θυμούνται πως το όνειρο σταματάει μόνο όταν σταματήσεις να ονειρεύεσαι...
Είναι αδύνατο να θυμηθώ τις εκπομπές. Ήταν πολλές. Σκόρπια, ανακαλώ στη μνήμη διάφορα. Μια φορά, που καταφέραμε με τον Δημήτρη τον Καβακόπουλο και πήραμε για ηχογράφηση το μεγάλο studio το L νομίζω , του Τρίτου προγράμματος. Είχε πιάνο και ήθελα να δοκιμάσω να κάτσω να παίξω αυτοσχεδιάζοντας έχοντας μπροστά μου αντί για παρτιτούρα, τα κείμενα της εκπομπής, τα γράμματα, τις ιστορίες. Ο Καβακόπουλος στην κονσόλα σε μεγάλα κέφια, έκανε διάφορα περίεργα, δημιουργούσε παραμορφώσεις και εφφέ και στο τέλος νόμιζες πως άκουγες ένα απίθανο synthesizer.
Εν τω μεταξύ, άρχισα να «προκαλώ» τους συνταξιδιώτες να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Να γνωριστούν. Να κάνουν παρέες. Ερχόντουσαν γράμματα από ολόκληρη την Ελλάδα και το χαρακτηριστικό είναι πως είχε γίνει σχεδόν κανόνας να μαζεύονται σε σπίτια για να ακούνε την εκπομπή μαζί. Τα Μονοπάτια, είχαν πάρει μια μορφή νυχτερινής συνομωσίας με κωδικό εκείνη τη λεξούλα: Συνταξιδιώτες.
Κάποια στιγμή, πολλά γράμματα ζητούσαν να γίνει μια σύναξη, μια συγκέντρωση. Να γνωριστούμε.
Ο Καβακόπουλος , ο ηχολήπτης, με έσπρωχνε και αυτός στην ιδέα. Έτσι, με τα πολλά, βρέθηκε ένα κτήριο στην οδό Νίκης στο Σύνταγμα, ένα ωραίο νεοκλασικό που τότε ήταν γιαπί λόγω συντήρησης και, ο άνθρωπος που το είχε νοικιάσει για να κάνει ένα βιβλιοπωλείο (το Compendium...το θυμάται κανείς;) ο Νίκος ο Λίγγρης , μου το παραχώρησε. Έδωσα από τον αέρα τη διεύθυνση , τη μέρα και την ώρα.
Ωραία είπα. Και τι θα κάνουμε εκεί; Σκέφτηκα λοιπόν, να στήσω μέσα στο χώρο μια εκπομπή. Να πάμε 2 πικάπ , ένα μικρόφωνο και, για όσους έρθουν , να κάνω μια εκπομπή life ...σα....συναυλία! Παλαβά πράγματα, αν σκεφτεί κανείς πως ήμαστε στα 1983 περίπου. Όλο αυτό, δεν μπορούσε βέβαια να στηθεί χωρίς...ποιον άλλο; Τον Καβακόπουλο. Έφερε τα πικάπ, τις πρίζες το μικρόφωνο. Κοντά, και ο Θανάσης ο Βέμπο με τον κολλητό του τον Κώστα τον Γερογιάννη.
Δώσαμε μεταξύ μας ένα ραντεβού στο χώρο, το ίδιο απόγευμα κατά τις 5. Το ραντεβού που είχα δώσει στον αέρα, ήταν για τις 7.
Βάλαμε κάποιους πάγκους, στήσαμε τα πικάπ το μικρόφωνο και μπόλικα...κεριά για ατμόσφαιρα και εγώ, κατά τις 6 και κάτι την κοπάνησα να πιω καφέ. Θα πρέπει να τους είχα σπάσει τα νεύρα ρωτώντας τους κάθε 5 λεπτά «....θαρθούν καμιά εικοσαριά ε; Τι λετε;» Μέσα μου πίστευα πως θα ήταν ζήτημα να έρθουν 5-6. Οπότε το ..εικοσαριά θα ήταν θρίαμβος!
Πήγα δυο δρόμους πιο πέρα, βρήκα ένα γωνιακό μαγαζί και αντί για καφέ ήπια μια μπύρα. Κατά τις 7 και 10 , βέβαιος πως θα τα εύρισκα όλα ήσυχα όπως τ άφησα, γύρισα πίσω. Κάποια στιγμή, είμαι μπροστά σε ένα κτήριο με πάρα πολύ κόσμο, με μια ουρά στο πεζοδρόμιο. Κάτι συνέβαινε εκεί σκέφθηκα προχώρησα.
Όμως, μετά από ένα λεπτό, κατάλαβα πως είχα περάσει το Compendium και γύρισα πίσω. Τότε, συνειδητοποίησα με έντρομος, πως το κτήριο που είχα δει πριν με τον κόσμο, είναι το δικό μας.
Έμεινα για ένα λεπτό εμβρόντητος να κοιτάζω. Η «εκδήλωση» θα ήταν στον δεύτερο όροφο. Άρα, είχα μπροστά μου μια ουρά που ξεκινούσε από το πεζοδρόμιο και πήγαινε μέχρι πάνω. Σκέφτηκα να φύγω. Να πάρω το λεωφορείο και να κατέβω στο Π.Φάληρο να δω τη θάλασσα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και βούτηξα στον κόσμο.
Μεγάλη υπόθεση το ραδιόφωνο. Κανείς δεν ξέρει τη φάτσα σου! Έτσι, σπρώχνοντας κατάφερα να μπω μέσα και να ανέβω πάνω. Πολύς κόσμος. Κοίταγα με ένταση όλα αυτά τα πρόσωπα. Κορίτσια κι αγόρια από 16 μέχρι και πιο ώριμοι στα 30. Και καθώς ήμουν χαμένος ανάμεσα τους με το μάτι να γυαλίζει, ακούγεται ένα βροντερό γέλιο, γνώριμο και λεει «Άντε ρε Γιώργο και σε περιμένουμε τόση ώρα!». Ήταν ο φίλος μου ο Κώστας ο Φέρρης. Ο σκηνοθέτης. Ο μπαγάσας, δεν μου είχε πει πως θα ερχόνταν και με ...πρόδωσε στα καλά καθούμενα. Εξαφανίστηκα. Δεν ξέρω πως, γλίστρησα σαν το χέλι και πήγα δίπλα στον Καβακόπουλο στα μηχανήματα.
«Σήμα εκπομπής» του είπα. Το είχε έτοιμο, πάτησε το play. Μπήκε η γνώριμη μουσική. Ησυχία απόλυτη, δεκάδες λαμπερά πρόσωπα , σαν άστρα διάστικτα μέσα στο δωμάτιο. Αν είναι δυνατόν, είχαν προνοήσει και είχαν βάλει ηχεία και στις σκάλες....
Έκανα μια μικρή live εκπομπή, κάπου 15 λεπτά. Μετά, χάθηκα με τους συνταξιδιώτες , μιλούσαμε, μιλούσαμε, μιλούσαμε. Άρχισε να αραιώνει ο κόσμος, κατά τις 11 και 30...Με τον Φέρρη και τον Καβακόπουλο πήγαμε να φαμε στον Βρούτο, στο Λόφο του Στρέφη. Ήμουν τελείως εξουθενωμένος, ποτέ στη ζωή μου μέχρι εκείνη την ημέρα, δεν είχα μιλήσει με τόσους ανθρώπους.
Τα Μονοπάτια του Γαλαξία, δεν τα έκανα μόνος μου. Αν παρομοιάσω την εκπομπή με σκάφος, το πηδάλιο ήταν οι Συνταξιδιώτες. Αυτοί, μέσα από τα γράμματά τους, έστριβαν το διαστημόπλοιο, πότε εδώ και πότε εκεί. Πότε στο όνειρο και πότε στην κραυγή. Κραυγή για τον Κόσμο, τη Γη, τη Βία. Κάποτε, στα Μονοπάτια, ήρθε και ένα γράμμα που το υπέγραφε η «Παρέα της Θεσσαλονίκης». Με ζωγραφιές και σκίτσα και με καμιά δεκαπενταριά υπογραφές από κάτω. Αυτό, στάθηκε και η αφορμή για να ανέβω στη Θεσσαλονίκη μερικούς μήνες αργότερα, σε μια μάζωξη που έκανε την πρώτη να ωχριά κυριολεκτικά. Μια άλλη ωραία συγκέντρωση, είχε γίνει κάπου σε μια αίθουσα πίσω από την οδό Ακαδημίας η οποία έκλεισε με κιθάρες και τραγούδια στα σκαλιά του Μουσείου...
Τι ήταν αυτό που συνέβαινε λοιπόν τότε και δεν συμβαίνει σήμερα; Εύκολα θα πει κανείς πως ήταν η Ανάγκη Επικοινωνίας μέσα από τις μουσικές , μέσα από ονειρικές διαθέσεις. Μα δεν είναι το ίδιο και σήμερα; Τα Μονοπάτια του Γαλαξία τα σταμάτησα κάπου στις αρχές του 87 με δική μου πρωτοβουλία (πολλοί νόμιζαν πως με είχαν κόψει πάλι, έστελναν για μήνες επιστολές διαμαρτυρίας στην ΕΡΤ και ας είχα πει πολύ καθαρά πως ήταν δική μου απόφαση). Τα σταμάτησα γιατί κάποια στιγμή κατάλαβα πως είχα κουραστεί, πως επαναλαμβανόμουν, γιατί ήθελα να πάρω μια απόσταση. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο είχε αρχίσει να φουντώνει το κίνημα-αίτημα για Ελεύθερη Ραδιοφωνία. Θυμάμαι , παρόλο που με φιλοξενούσε η Κρατική Ραδιοφωνία , είχα πει από το μικρόφωνο : « πυρπολήστε τις κεραίες...αφήστε τα κύματα ελευθέρα να φουντώσουν και να μας πλημμυρίσουν».
Λίγο πριν, ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ με τον στρατηγό Δροσογιάννη στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης είχε επιβάλλει κανονική τρομοκρατία στα Εξάρχεια. Αν είχες λίγο μακρύ μαλλί και φάτσα ασύμβατη με τα γούστα τους, δεν μπορούσες να περάσεις, οι πιθανότητες να καταλήξεις σε μια κλούβα και να τις φας χοντρά έτσι για την πλάκα τους, ήταν πολύ μεγάλες. Τα Εξάρχεια τότε, ήταν πραγματικό κύτταρο. Θεατρικές ομάδες, μουσικές μπάντες, ο Νικόλας ο Άσιμος , συζητήσεις και πολιτικές κόντρες στα καφενεία, ποιητές , ζωντάνια .Έλεγα τότε από το μικρόφωνο: «Πάρτε τις πλατείες. Φυτέψτε τις με κιθάρες και τραγούδια φλογοβόλα»
Ένιωθα πως γύρω μου υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι στο ίδιο μήκος κύματος. Ο κάθε ένας σαν ένα μικρό αναμμένο σπίρτο. Όλοι μαζί, μια πυρκαγιά που θα μπορούσε να φέρει τα πάνω –κάτω.
Τώρα, είναι βέβαια οι κάμερες παντού, η Vodafone που κάνει ακρόαση τα μυστικά μας, το life style και ο θόρυβος που έχει γίνει νόμος και καθεστώς.
Μα είναι έτσι; Κάτι μου λεει, πως δεν έχει αλλάξει τίποτα. Σεργιανίζω και εδώ στα δικτυακά ημερολόγια. Συναντώ τόσες ποιητικές φωνές. Τόσες φωνές νυχτερινές και βελούδινες που κοιτούν τον κόσμο με μάτια έτοιμα ακόμα για θαύματα. Μήπως τελικά δεν έχει αλλάξει τίποτα; Μήπως απλά έχει σηκωθεί περισσότερος θόρυβος και πρέπει να δυναμώσουμε και μεις τη φωνή μας;
Κάποιοι φίλοι στο προηγούμενο κείμενο, μου ζήτησαν να γράψω και για τη συνέχεια των Μονοπατιών...Ίσως, αν προκύψει μέσα από συζήτηση. Προς ώρας , θέλω να μείνω εδώ. Να πω μόνο, πως τα Μονοπάτια ξαναβγήκαν στον αέρα για μια σύντομη περίοδο στο Ιστορικό Κανάλι 15 και έκλεισαν οριστικά –για τότε- με το θάνατο του Ρούσου Κούνδουρου και το τέλος του ονείρου που ονομάσθηκε Ελεύθερη Ραδιοφωνία. Μετονομάσθηκε , σε Ιδιωτική Ραδιοφωνία και οι κανόνες του παιγνιδιού άλλαξαν.
Θα πω μόνο , έτσι για την ιστορία πως λίγο καιρό μετά που το Κανάλι 15 έγινε παρελθόν και πολλοί πήγαμε στα σπίτια μας αρνούμενοι να μπούμε στο παιγνίδι «άκου τραγουδάκι βρες τιτλάκι πάρε μπλουζάκι» με φώναξε ο Μιχάλης ο Τσαουσόπουλος, που τότε ήταν υπεύθυνος προγράμματος στον νεοσύστατο Αντένα.
Έδινε «γη και ύδωρ» που λένε, για να αρχίσω ξανά τα Μονοπάτια εκεί, σε super studio με ηλεκτρονικά keyboards στο studio, synthesizers κλπ. Ξαφνικά, έβλεπα ένα ραδιοφωνικό μου όραμα να μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Ενθουσιάστηκα. Κάναμε δυο συναντήσεις γεμάτες ιδέες και γόνιμη ανταλλαγή απόψεων, είχε συμφωνήσει σε όλα και, μια ακόμα, μοιραία.
Γενικός δερβέναγας στο ραδιόφωνο του Αντένα τότε, ο Νίκος Μαστοράκης. Ο γνωστός και μη εξαιρετέος. Μου λεει λοιπόν ο Τσαουσόπουλος:
«Μόνο που θα πρέπει, να φέρνεις κάθε φορά, τα κείμενα της εκπομπής να τα εγκρίνει ο Νίκος πρώτα».
Δεν απάντησα καν. Χαιρέτησα και έφυγα. Το ραδιόφωνο, είχε πια τελειώσει για μένα, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 90, όταν άνοιξε ο Εν Λευκώ του Καββαθά.
Τα καράβια –φάντασμα, οι ταξιδιώτες από άλλους κόσμους, οι ήρωες του Λαβκραφτ που για πρώτη φορά από τα Μονοπάτια ακούστηκαν, τα ξωτικά της νύχτας, οι νεράιδες της Ιρλανδίας, οι σκιές και οι μαύρες γάτες , οι φασματικές μορφές, οι Θεές και οι Θεοί της Γαίας, οι άγνωστες φυλές του πλανήτη, οι αγαπημένοι μου ποιητές και μουσικοί αποσύρθηκαν από τα ερτζιανά και ο κάθε Συνταξιδιώτης πήρε το Μονοπάτι της Ανάμνησης. Που όπως ίσως υπονόησε ο anonymous σχολιαστής μου, έγιναν καύσιμο για το ταξίδι στο μέλλον.
Το θεσπέσιο βαρύτονο ισοκράτημα , τα μεγάλα τύμπανα της ορχήστρας που αρχίζουν αργά και επιταχύνουν ρυθμικά, το ξέσπασμα, η κορύφωση εγχόρδων και πνευστών και ο απόηχος του εκκλησιαστικού οργάνου....Ένα μουσικό θέμα που λατρεύτηκε όταν ο Κιούμπρικ το χρησιμοποίησε στο 2001 Space Odyssey.....Και από πάνω, μιλούσα εγώ (λίγο πριν το crescendo) .... «Στα μονοπάτια του Γαλαξία....μια εκπομπή ραδιοφωνικής φαντασίας επιστημονικής και όχι που γράφει και παρουσιάζει ο....» .
Καθώς έσβηνε το σήμα, στον απόηχό του συνήθως μίξαριζα κάποια μουσική ατμόσφαιρα και... «Γεια σας Αγαπητοί Συνταξιδιώτες...χαμηλώστε τα φώτα, καθίστε αναπαυτικά, αν έχετε ακουστικά φορέστε τα...φεύγουμε»
Κάπως έτσι, ξεκινούσαν πάντα τα Δευτεριάτικα ταξίδια.
Η πρώτη εκπομπή όμως ξεκίνησε με τη φωνή του Richard Burton από το War of Worlds , από τον Πόλεμο των Κόσμων , μια μουσική παραγωγή του Jeff Lynne στην οποία ο μεγάλος ηθοποιός έκανε την αφήγηση...και τώρα που την ξαναφέρνω στο νου μου-όσο τη θυμάμαι, ήταν ή θα πρέπει να ακούγονταν αρκετά αμήχανη και «εγκυκλοπαιδική». Και κάπως έτσι θα πρέπει να κύλησαν οι πρώτες 2-3 πρώτες εκπομπές, λίγο αμήχανες και πολύ...εγκυκλοπαιδικές. Είχα εκείνη την εποχή (ακόμα το έχω δηλαδή αλλά δεν ξέρω που το έχω βάλει) ένα απίθανο αμερικάνικο βιβλίο, το Science Fiction Encyclopedia από το οποίο καθόμουν και μετέφραζα κατεβατά για την εκπομπή.
Σιγά -σιγά, ζεσταινόμουν. Το μικρόφωνο μπροστά μου, άρχιζε να αλλάζει μορφή και να γίνεται το αυτί ενός μοναδικού και ακριβού συνομιλητή, στον οποίο ήθελα να λεω ιστορίες ψιθυριστά, να του διαβάζω ποιήματα , να του λεω παράξενα πράγματα που έμοιαζαν να «ταράζουν» την τάξη της καθημερινότητας...
Τότε , για πρώτη φορά άρχισα να αποκαλώ τους ακροατές μου –που μέσα μου δεν είχα ιδέα αν υπάρχουν- «Συνταξιδιώτες».
Είμαστε στις αρχές τις δεκαετίας του 80 και αυτή η λεξούλα, ποτέ πριν δεν είχε χρησιμοποιηθεί ξανά στο ραδιόφωνο ή στα περιοδικά. Και αν πω πως τότε ήξερα τη δυναμική που θα έδινε αυτή η λεξούλα, που λειτούργησε μαγικά, θα έλεγα μεγάλο ψέμα.
Τα Μονοπάτια, έπαψαν να είναι «ραδιόφωνο» , έγιναν ένα παράξενο σκάφος που ταξίδευε σε παραμύθια, θρύλους, σκοτεινές ιστορίες, μυστήρια κι αλλόκοτα πλάσματα. Μπήκαν στην παρέα, ο Edgar Alan Poe, o William Blake ο Baudlaire ο Σεφέρης....μπλέχτηκαν με θάρρος (θράσος;) ο Χέντριξ με τον Μότσαρτ, ήρθαν οι Κέλτες, οι Λυκάνθρωποι, οι...ιπτάμενοι δίσκοι και λογής απίθανα πράγματα, πάντα χαμηλόφωνα σχεδόν εξομολογητικά...
Μετά από 4-5 εκπομπές, δηλαδή ένα μήνα και κάτι, στο studio με περίμενε ένα «πάκο» με φακέλους. Κάπου 40-50 γράμματα ήταν και θυμάμαι σαν τώρα την αντίδρασή μου.
Πάγωσα, σχεδόν τρομοκρατήθηκα. Ήμουν σχεδόν βέβαιος πως ήταν επιτολές...διαμαρτυρίας. Είχα φτάσει στο studio αρκετά νωρίτερα όπως συνήθιζα, οπότε, έκλεισα την πόρτα , μη με δει κανένας την ώρα που θα διάβαζα....τις διαμαρτυρίες. Τόσο σίγουρος ήμουν για το ρεζιλίκι.
Μετά από δέκα λεπτά με την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο της ζούγκλας και τα μάτια μου σε διάθεση βουρκώματος ρούφαγα τις επιστολές τη μία μετά την άλλη.
Όχι, κανένας τελικά δεν διαμαρτύρονταν για το αίσχος μου! Είχα μπροστά μου, γράμματα φίλων. Ανθρώπων που μόνο η τύχη δεν μας είχαν φέρει κοντά να γνωριστούμε. Χιλιάδες λέξεις, ψίθυροι διψασμένοι για όνειρο και ταξίδεμα, όλες και όλοι οδοιπόροι της νύχτας, των άστρων , των ξωτικών , των παράδοξων, όλες και όλοι ψυχές συντονισμένες με τον Edgar Allan Poe και το Raven με τις ιδιότροπες μουσικές και τους χαμηλούς τόνους.
Μετά από λίγο, ήρθε ο τεχνικός, ο ηχολήπτης. Θαρρώ πως ήταν εκείνο το βράδυ ο Δημήτρης ο Καβακόπουλος με τον οποίο ηχογραφήσαμε ίσως την πλειοψηφία των Μονοπατιών του Γαλαξία.
Τη γούσταρε την εκπομπή , όλοι οι τεχνικοί σχεδόν –κυρίως οι νέοι την έκαναν πολύ κέφι- γιατί ήταν απαιτητική και ήθελε πολλά «κόλπα». Υπήρχαν φορές, που έπαιζαν ταυτόχρονα δυο πικάπ με μουσικές, ένα τρίτο με ειδικά εφφέ και εγώ πίσω από το μικρόφωνο. Και όλα αυτά θέλανε τρελό συντονισμό. Με κάποιους ηχολήπτες, δημιουργούσαμε μαζί τις ατμόσφαιρες σε μια κατάσταση που θύμιζε jazz αυτοσχεδιασμό. Χαρακτηριστικό είναι πως πολλές φορές, μέναμε αρκετή ώρα μετά τη λήξη της βάρδιας τους, για να τελειοποιήσουμε, να κεντήσουμε τις λεπτομέρειες.
Ηχογραφούσα πάντα Δευτέρες, 5-8 λίγες ώρες πριν βγει το πρόγραμμα στον αέρα, για να έχω μια όσο γίνεται μεγαλύτερη αίσθηση ζωντάνιας. Και η αλήθεια είναι πως παρά το συχνά περίπλοκο soundtrack της εκπομπής, οι περισσότεροι νόμιζαν πως ήταν ζωντανή....
Τα γράμματα, δεν σταμάτησαν να έρχονται. Πλήθαιναν διαρκώς. Κάποια στιγμή, ζήτησα να μου στείλουν ιστορίες και ποιήματα.
Το τι ήρθε, δεν μπορώ να το περιγράψω. Αλλά, δεν έχει σημασία η ποσότητα, όσο η απρόσμενη ποιότητα πολλών παιδιών που τότε ήταν 18 και 19 και 20 και 25 –αλλά και μικρότερα, που έγραφαν πολύ ωραία πράγματα. Έχω ακόμα τα διηγήματα του Κώστα Γερογιάννη και του Θανάση Βέμπου. Ο πρώτος, παραμένει στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας, είναι δραστήριο μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης Ε.Φ. και ο δεύτερος πια, γνωστός συγγραφέας στον χώρο της έρευνας και του φανταστικού.
Μα και άλλοι πολλοί, με πένες αισθαντικές και καλλιεργημένες που βρήκαν ξαφνικά διέξοδο και συνομιλία. Δεν ξέρω τι απέγιναν, ελπίζω να θυμούνται πως το όνειρο σταματάει μόνο όταν σταματήσεις να ονειρεύεσαι...
Είναι αδύνατο να θυμηθώ τις εκπομπές. Ήταν πολλές. Σκόρπια, ανακαλώ στη μνήμη διάφορα. Μια φορά, που καταφέραμε με τον Δημήτρη τον Καβακόπουλο και πήραμε για ηχογράφηση το μεγάλο studio το L νομίζω , του Τρίτου προγράμματος. Είχε πιάνο και ήθελα να δοκιμάσω να κάτσω να παίξω αυτοσχεδιάζοντας έχοντας μπροστά μου αντί για παρτιτούρα, τα κείμενα της εκπομπής, τα γράμματα, τις ιστορίες. Ο Καβακόπουλος στην κονσόλα σε μεγάλα κέφια, έκανε διάφορα περίεργα, δημιουργούσε παραμορφώσεις και εφφέ και στο τέλος νόμιζες πως άκουγες ένα απίθανο synthesizer.
Εν τω μεταξύ, άρχισα να «προκαλώ» τους συνταξιδιώτες να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Να γνωριστούν. Να κάνουν παρέες. Ερχόντουσαν γράμματα από ολόκληρη την Ελλάδα και το χαρακτηριστικό είναι πως είχε γίνει σχεδόν κανόνας να μαζεύονται σε σπίτια για να ακούνε την εκπομπή μαζί. Τα Μονοπάτια, είχαν πάρει μια μορφή νυχτερινής συνομωσίας με κωδικό εκείνη τη λεξούλα: Συνταξιδιώτες.
Κάποια στιγμή, πολλά γράμματα ζητούσαν να γίνει μια σύναξη, μια συγκέντρωση. Να γνωριστούμε.
Ο Καβακόπουλος , ο ηχολήπτης, με έσπρωχνε και αυτός στην ιδέα. Έτσι, με τα πολλά, βρέθηκε ένα κτήριο στην οδό Νίκης στο Σύνταγμα, ένα ωραίο νεοκλασικό που τότε ήταν γιαπί λόγω συντήρησης και, ο άνθρωπος που το είχε νοικιάσει για να κάνει ένα βιβλιοπωλείο (το Compendium...το θυμάται κανείς;) ο Νίκος ο Λίγγρης , μου το παραχώρησε. Έδωσα από τον αέρα τη διεύθυνση , τη μέρα και την ώρα.
Ωραία είπα. Και τι θα κάνουμε εκεί; Σκέφτηκα λοιπόν, να στήσω μέσα στο χώρο μια εκπομπή. Να πάμε 2 πικάπ , ένα μικρόφωνο και, για όσους έρθουν , να κάνω μια εκπομπή life ...σα....συναυλία! Παλαβά πράγματα, αν σκεφτεί κανείς πως ήμαστε στα 1983 περίπου. Όλο αυτό, δεν μπορούσε βέβαια να στηθεί χωρίς...ποιον άλλο; Τον Καβακόπουλο. Έφερε τα πικάπ, τις πρίζες το μικρόφωνο. Κοντά, και ο Θανάσης ο Βέμπο με τον κολλητό του τον Κώστα τον Γερογιάννη.
Δώσαμε μεταξύ μας ένα ραντεβού στο χώρο, το ίδιο απόγευμα κατά τις 5. Το ραντεβού που είχα δώσει στον αέρα, ήταν για τις 7.
Βάλαμε κάποιους πάγκους, στήσαμε τα πικάπ το μικρόφωνο και μπόλικα...κεριά για ατμόσφαιρα και εγώ, κατά τις 6 και κάτι την κοπάνησα να πιω καφέ. Θα πρέπει να τους είχα σπάσει τα νεύρα ρωτώντας τους κάθε 5 λεπτά «....θαρθούν καμιά εικοσαριά ε; Τι λετε;» Μέσα μου πίστευα πως θα ήταν ζήτημα να έρθουν 5-6. Οπότε το ..εικοσαριά θα ήταν θρίαμβος!
Πήγα δυο δρόμους πιο πέρα, βρήκα ένα γωνιακό μαγαζί και αντί για καφέ ήπια μια μπύρα. Κατά τις 7 και 10 , βέβαιος πως θα τα εύρισκα όλα ήσυχα όπως τ άφησα, γύρισα πίσω. Κάποια στιγμή, είμαι μπροστά σε ένα κτήριο με πάρα πολύ κόσμο, με μια ουρά στο πεζοδρόμιο. Κάτι συνέβαινε εκεί σκέφθηκα προχώρησα.
Όμως, μετά από ένα λεπτό, κατάλαβα πως είχα περάσει το Compendium και γύρισα πίσω. Τότε, συνειδητοποίησα με έντρομος, πως το κτήριο που είχα δει πριν με τον κόσμο, είναι το δικό μας.
Έμεινα για ένα λεπτό εμβρόντητος να κοιτάζω. Η «εκδήλωση» θα ήταν στον δεύτερο όροφο. Άρα, είχα μπροστά μου μια ουρά που ξεκινούσε από το πεζοδρόμιο και πήγαινε μέχρι πάνω. Σκέφτηκα να φύγω. Να πάρω το λεωφορείο και να κατέβω στο Π.Φάληρο να δω τη θάλασσα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και βούτηξα στον κόσμο.
Μεγάλη υπόθεση το ραδιόφωνο. Κανείς δεν ξέρει τη φάτσα σου! Έτσι, σπρώχνοντας κατάφερα να μπω μέσα και να ανέβω πάνω. Πολύς κόσμος. Κοίταγα με ένταση όλα αυτά τα πρόσωπα. Κορίτσια κι αγόρια από 16 μέχρι και πιο ώριμοι στα 30. Και καθώς ήμουν χαμένος ανάμεσα τους με το μάτι να γυαλίζει, ακούγεται ένα βροντερό γέλιο, γνώριμο και λεει «Άντε ρε Γιώργο και σε περιμένουμε τόση ώρα!». Ήταν ο φίλος μου ο Κώστας ο Φέρρης. Ο σκηνοθέτης. Ο μπαγάσας, δεν μου είχε πει πως θα ερχόνταν και με ...πρόδωσε στα καλά καθούμενα. Εξαφανίστηκα. Δεν ξέρω πως, γλίστρησα σαν το χέλι και πήγα δίπλα στον Καβακόπουλο στα μηχανήματα.
«Σήμα εκπομπής» του είπα. Το είχε έτοιμο, πάτησε το play. Μπήκε η γνώριμη μουσική. Ησυχία απόλυτη, δεκάδες λαμπερά πρόσωπα , σαν άστρα διάστικτα μέσα στο δωμάτιο. Αν είναι δυνατόν, είχαν προνοήσει και είχαν βάλει ηχεία και στις σκάλες....
Έκανα μια μικρή live εκπομπή, κάπου 15 λεπτά. Μετά, χάθηκα με τους συνταξιδιώτες , μιλούσαμε, μιλούσαμε, μιλούσαμε. Άρχισε να αραιώνει ο κόσμος, κατά τις 11 και 30...Με τον Φέρρη και τον Καβακόπουλο πήγαμε να φαμε στον Βρούτο, στο Λόφο του Στρέφη. Ήμουν τελείως εξουθενωμένος, ποτέ στη ζωή μου μέχρι εκείνη την ημέρα, δεν είχα μιλήσει με τόσους ανθρώπους.
Τα Μονοπάτια του Γαλαξία, δεν τα έκανα μόνος μου. Αν παρομοιάσω την εκπομπή με σκάφος, το πηδάλιο ήταν οι Συνταξιδιώτες. Αυτοί, μέσα από τα γράμματά τους, έστριβαν το διαστημόπλοιο, πότε εδώ και πότε εκεί. Πότε στο όνειρο και πότε στην κραυγή. Κραυγή για τον Κόσμο, τη Γη, τη Βία. Κάποτε, στα Μονοπάτια, ήρθε και ένα γράμμα που το υπέγραφε η «Παρέα της Θεσσαλονίκης». Με ζωγραφιές και σκίτσα και με καμιά δεκαπενταριά υπογραφές από κάτω. Αυτό, στάθηκε και η αφορμή για να ανέβω στη Θεσσαλονίκη μερικούς μήνες αργότερα, σε μια μάζωξη που έκανε την πρώτη να ωχριά κυριολεκτικά. Μια άλλη ωραία συγκέντρωση, είχε γίνει κάπου σε μια αίθουσα πίσω από την οδό Ακαδημίας η οποία έκλεισε με κιθάρες και τραγούδια στα σκαλιά του Μουσείου...
Τι ήταν αυτό που συνέβαινε λοιπόν τότε και δεν συμβαίνει σήμερα; Εύκολα θα πει κανείς πως ήταν η Ανάγκη Επικοινωνίας μέσα από τις μουσικές , μέσα από ονειρικές διαθέσεις. Μα δεν είναι το ίδιο και σήμερα; Τα Μονοπάτια του Γαλαξία τα σταμάτησα κάπου στις αρχές του 87 με δική μου πρωτοβουλία (πολλοί νόμιζαν πως με είχαν κόψει πάλι, έστελναν για μήνες επιστολές διαμαρτυρίας στην ΕΡΤ και ας είχα πει πολύ καθαρά πως ήταν δική μου απόφαση). Τα σταμάτησα γιατί κάποια στιγμή κατάλαβα πως είχα κουραστεί, πως επαναλαμβανόμουν, γιατί ήθελα να πάρω μια απόσταση. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο είχε αρχίσει να φουντώνει το κίνημα-αίτημα για Ελεύθερη Ραδιοφωνία. Θυμάμαι , παρόλο που με φιλοξενούσε η Κρατική Ραδιοφωνία , είχα πει από το μικρόφωνο : « πυρπολήστε τις κεραίες...αφήστε τα κύματα ελευθέρα να φουντώσουν και να μας πλημμυρίσουν».
Λίγο πριν, ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ με τον στρατηγό Δροσογιάννη στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης είχε επιβάλλει κανονική τρομοκρατία στα Εξάρχεια. Αν είχες λίγο μακρύ μαλλί και φάτσα ασύμβατη με τα γούστα τους, δεν μπορούσες να περάσεις, οι πιθανότητες να καταλήξεις σε μια κλούβα και να τις φας χοντρά έτσι για την πλάκα τους, ήταν πολύ μεγάλες. Τα Εξάρχεια τότε, ήταν πραγματικό κύτταρο. Θεατρικές ομάδες, μουσικές μπάντες, ο Νικόλας ο Άσιμος , συζητήσεις και πολιτικές κόντρες στα καφενεία, ποιητές , ζωντάνια .Έλεγα τότε από το μικρόφωνο: «Πάρτε τις πλατείες. Φυτέψτε τις με κιθάρες και τραγούδια φλογοβόλα»
Ένιωθα πως γύρω μου υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι στο ίδιο μήκος κύματος. Ο κάθε ένας σαν ένα μικρό αναμμένο σπίρτο. Όλοι μαζί, μια πυρκαγιά που θα μπορούσε να φέρει τα πάνω –κάτω.
Τώρα, είναι βέβαια οι κάμερες παντού, η Vodafone που κάνει ακρόαση τα μυστικά μας, το life style και ο θόρυβος που έχει γίνει νόμος και καθεστώς.
Μα είναι έτσι; Κάτι μου λεει, πως δεν έχει αλλάξει τίποτα. Σεργιανίζω και εδώ στα δικτυακά ημερολόγια. Συναντώ τόσες ποιητικές φωνές. Τόσες φωνές νυχτερινές και βελούδινες που κοιτούν τον κόσμο με μάτια έτοιμα ακόμα για θαύματα. Μήπως τελικά δεν έχει αλλάξει τίποτα; Μήπως απλά έχει σηκωθεί περισσότερος θόρυβος και πρέπει να δυναμώσουμε και μεις τη φωνή μας;
Κάποιοι φίλοι στο προηγούμενο κείμενο, μου ζήτησαν να γράψω και για τη συνέχεια των Μονοπατιών...Ίσως, αν προκύψει μέσα από συζήτηση. Προς ώρας , θέλω να μείνω εδώ. Να πω μόνο, πως τα Μονοπάτια ξαναβγήκαν στον αέρα για μια σύντομη περίοδο στο Ιστορικό Κανάλι 15 και έκλεισαν οριστικά –για τότε- με το θάνατο του Ρούσου Κούνδουρου και το τέλος του ονείρου που ονομάσθηκε Ελεύθερη Ραδιοφωνία. Μετονομάσθηκε , σε Ιδιωτική Ραδιοφωνία και οι κανόνες του παιγνιδιού άλλαξαν.
Θα πω μόνο , έτσι για την ιστορία πως λίγο καιρό μετά που το Κανάλι 15 έγινε παρελθόν και πολλοί πήγαμε στα σπίτια μας αρνούμενοι να μπούμε στο παιγνίδι «άκου τραγουδάκι βρες τιτλάκι πάρε μπλουζάκι» με φώναξε ο Μιχάλης ο Τσαουσόπουλος, που τότε ήταν υπεύθυνος προγράμματος στον νεοσύστατο Αντένα.
Έδινε «γη και ύδωρ» που λένε, για να αρχίσω ξανά τα Μονοπάτια εκεί, σε super studio με ηλεκτρονικά keyboards στο studio, synthesizers κλπ. Ξαφνικά, έβλεπα ένα ραδιοφωνικό μου όραμα να μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Ενθουσιάστηκα. Κάναμε δυο συναντήσεις γεμάτες ιδέες και γόνιμη ανταλλαγή απόψεων, είχε συμφωνήσει σε όλα και, μια ακόμα, μοιραία.
Γενικός δερβέναγας στο ραδιόφωνο του Αντένα τότε, ο Νίκος Μαστοράκης. Ο γνωστός και μη εξαιρετέος. Μου λεει λοιπόν ο Τσαουσόπουλος:
«Μόνο που θα πρέπει, να φέρνεις κάθε φορά, τα κείμενα της εκπομπής να τα εγκρίνει ο Νίκος πρώτα».
Δεν απάντησα καν. Χαιρέτησα και έφυγα. Το ραδιόφωνο, είχε πια τελειώσει για μένα, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 90, όταν άνοιξε ο Εν Λευκώ του Καββαθά.
Τα καράβια –φάντασμα, οι ταξιδιώτες από άλλους κόσμους, οι ήρωες του Λαβκραφτ που για πρώτη φορά από τα Μονοπάτια ακούστηκαν, τα ξωτικά της νύχτας, οι νεράιδες της Ιρλανδίας, οι σκιές και οι μαύρες γάτες , οι φασματικές μορφές, οι Θεές και οι Θεοί της Γαίας, οι άγνωστες φυλές του πλανήτη, οι αγαπημένοι μου ποιητές και μουσικοί αποσύρθηκαν από τα ερτζιανά και ο κάθε Συνταξιδιώτης πήρε το Μονοπάτι της Ανάμνησης. Που όπως ίσως υπονόησε ο anonymous σχολιαστής μου, έγιναν καύσιμο για το ταξίδι στο μέλλον.
8.2.06
Στα Μονοπάτια του Γαλαξία.Ένα χρονικό ραδιοφώνου.
Δεν είχε ακόμα κλείσει ο χρόνος στον οποίο ήμουν «μαύρη λίστα» για την τότε κραταιά δημόσια ελληνική ραδιοφωνία λόγω της διαβόητης φάρσας του νέφους, ήταν Δεκέμβρης και ένα βράδυ συνειδητοποίησα πως όπου νάναι θα έκλεινε και ένας χρόνος από τη δολοφονία του J.W.Lennon.
Ασφυκτιούσα κυριολεκτικά από την ανάγκη να κάνω ένα in memoriam, το ήθελα τόσο πολύ που ήταν η εκπομπή μέσα στο μυαλό μου έτοιμη με κάθε λεπτομέρεια, λεπτό προς λεπτό.
Κάθισα, έβαλα τις σκέψεις μου στο χαρτί έφτιαξα το «σενάριο» υπολογισμένο με το δευτερόλεπτο και σε λίγες μέρες , πήγα στην Αγία Παρασκευή, στο...ίδρυμα ή άσυλο όπως λέγαμε τότε το κτήριο της ραδιοτηλεόρασης.
Δεν είχα κλείσει κανένα ραντεβού. Πήγα και στήθηκα έξω από το γραφείο του τότε Διευθυντή του Πρώτου Προγράμματος , του Βασίλη Ρυζιώτη και, είπα στις γραμματείς πως θέλω να τον δω για 5-10 λεπτά.
Όλως παραδόξως μου έκανε τη χάρη και με δέχτηκε πολύ γρήγορα. Με το που μπήκα μέσα, και αφού με ρώτησα αν θέλω καφέ, μου θύμισε:
«είσαι κομμένος, το ξέρεις. Και ακόμα δεν έχει περάσει αρκετός καιρός»
«Ναι ναι» του είπα και του αράδιασα χωρίς να πάρω ανάσα την όλη ιδέα, για μια δραματοποιημένη εκπομπή μνήμης για τον John Lennon.
Θα ξεκινούσε-είπα-με τρία πικάπ να παίζουν ταυτόχρονα διαφορετικά τραγούδια του συνθέτη (θα έμπαιναν το ένα μετά το άλλο με απόσταση 10’’) και μετά, πριν κλείσει καλά –καλά ένα λεπτό θα ακουγόντουσαν εκκωφαντικοί δυο πυροβολισμοί.
Οι δίσκοι, αρχίζουν εδώ να χάνουν στροφές, μέχρι να σταματήσουν τελείως με εκείνον τον χαρακτηριστικό ήχο ξεκουρδίσματος που έκαναν οι αναλογικοί δίσκοι σαν χάνουν στροφές.Δίνουν την αίσθηση πως ξεψυχούν...
Απόλυτη παύση για 2-3 δευτερόλεπτα και, από το βάθος μπαίνει και «έρχεται» ο ήχος του ασθενοφόρου.
Ο Ρυζιώτης άκουγε πολύ προσεκτικά. Σαν τελείωσα την περιγραφή μου είπε μόνο μία λέξη που τη θυμάμαι ακόμα. Την είπε και δυνατά: « Άπαξ!»
Η αλήθεια, είναι πως δεν κατάλαβα τι είπε. Είχα και τρακ, είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα, έσταζε το πρόσωπο μου... «Τι;;;;»
«Άπαξ! Αυτό θα κάνεις, μία φορά και τέρμα μέχρι νεωτέρας. Πότε θα είσαι έτοιμος να ηχογραφήσεις;»
Τηλεφώνησε στη γραμματεία, μου έκλεισε studio, έφυγα. Σε λίγες μέρες, πήγα για την ηχογράφηση. Φορτωμένος με τα βινύλια και τις σημειώσεις μου κατέφθασα εκείνο το βράδυ στην ΕΡΤ στον τρίτο όροφο αν θυμάμαι καλά. Ήταν ένα γωνιακό studio στο τέλος του διαδρόμου, στο οποίο αργότερα θα ηχογραφούσα εκατοντάδες εκπομπές.
Με περίμενε η ηχολήπτρια. Η Όλγα Μπενέα, μια σταλιά με κατάμαυρα μαλλιά και απέραντο άγχος. Ήταν τελείως φρέσκια στη δουλειά, μόλις είχε τελειώσει τη σχολή. Της έδωσα το «σενάριο» δακτυλογραφημένο , με όλες τις λεπτομέρειες. Που μπαίνει τι, πόση ώρα κρατάει , τι εφφέ και που , τις ατάκες που συνόδευαν τα κομμάτια κλπ. Δουλέψαμε κοντά 4 ώρες, είχαμε ενθουσιαστεί και οι δυο και, στο τέλος κάτσαμε και ακούσαμε την εκπομπή που είχε διάρκεια δύο ώρες. Η Όλγα, εξελίχτηκε σε εξαιρετικά καλή ηχολήπτρια και από ότι έμαθα αργότερα, παντρεύτηκε τον Θοδωρή Ασημάκη που ήταν από τους κορυφαίους –νέους- τεχνικούς και ένας από τους αγαπημένους μου.Και τους δυο, τους θυμάμαι με πολύ αγάπη.
Η εκπομπή παίχτηκε την επόμενη μέρα Σάββατο ήταν και, επαναλήφθηκε αμέτρητες φορές στα χρόνια που ακολούθησαν. Δεν ξέρω πως θα μου φαινόταν τώρα, αλλά ξέρω πως είχε αρκετά ασυνήθιστα ευρήματα για την εποχή και πολύ φόρτιση.
Άφησα λοιπόν τον καιρό να περάσει λίγο...Μέχρι, που μου καρφώθηκε σα σφήνα στο κεφάλι να κάνω μια εκπομπή νυχτερινή, με αφορμή την Επιστημονική Φαντασία.
Αλλά αυτή θα ήταν μόνο η αφορμή.
Σκοπός, ήταν να γίνει μια εκπομπή πραγματικά νυχτερινή.
Στοιχειό με τα στοιχειά , φάντασμα με τα φαντάσματα, ψίθυρος την ώρα των ψιθύρων. Μία ώρα στην οποία να πέφτει διακριτικό φως στις χαραμάδες από τις οποίες μπορεί κανείς να δραπετεύσει από την καθημερινότητα. Ήθελα να ανακατέψω και να παντρέψω όλα όσα αγαπούσα.
Τον Μπαχ με τον Τζιμ Μόρισσον. Τον Dylan με τον Μότσαρτ. Τον Σεφέρη με τα underground κείμενα του Ραθιονέρο. Και όλα αυτά, μαζί με αστρόπλοια, μυστήρια και παράξενα.
Χέρι χέρι ο Λυκάνθρωπος με την Κυρά της Λίμνης και το Excalibur.
Κάθισα λοιπόν ξανά στο τραπέζι μου, άνοιξα το τετράδιο μου, τότε είχα πάντα κάτι τεράστια τετράδια και αναρίθμητα καλοξυσμένα μολύβια γύρω μου, οι υπολογιστές δεν είχαν μπει ακόμα στη ζωή μας και, έβαλα σε τάξη τις σκέψεις. Τίτλος της εκπομπής μου, θα ήταν «Άστρα μου άστρα που είστε;» στίχος από ένα ποίημα μου.
Με συμβούλευσαν (δεν θυμάμαι ποιοι) να κάνω την πρόταση στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Πήγα λοιπόν , ζήτησα την σπουδαία κυρία Μιχαλίτση που τότε ήταν «δύναμη» και διευθύντρια του Β’ Προγράμματος, η οποία αφού με άκουσε με εξαιρετικά εύγλωττη δυσπιστία μου είπε να κάνω ένα δοκιμαστικό, έναν πιλότο 30 λεπτών και να το αφήσω στη γραμματέα της. Τον έκανα μετά από λίγες μέρες, τον άφησα και στη γραμματεία και περίμενα εναγωνίως. Μια μέρα, δυο, μία βδομάδα, δύο...Τέλος δεν άντεξα και πήρα εγώ τηλέφωνο. Μου μίλησε η κόμισα, που τώρα που τη θυμάμαι μου θυμίζει την Κρουέλα από το σκυλιά της Δαλματίας και μου είπε να παω την επόμενη μέρα στο Ραδιομέγαρο.
Πήγα. Μόλις έφτασα και της είπαν πως ήμουν έξω, βγήκε και με τρόπο εξαιρετικά "διακριτικό ala Greca" , μπροστά σε όλους δηλαδή, μου είπε το αλησμόνητο (κατά λέξη)
«Είναι αναμφισβήτητο πως ξέρετε πολύ καλό ραδιόφωνο, αλλά αυτό που θέλετε να κάνετε δεν αφορά κανέναν απολύτως»
Πήρα το...καρούλι μου (τη μπομπίνα με τον πιλότο) και κοντοστάθηκα στο διάδρομο. Από τα νεύρα μου, είχα βουρκώσει. Και, ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω, κάνω μεταβολή και με βήμα ταχύ, κατευθύνομαι στην υποδιεύθυνση του Πρώτου Προγράμματος που ήταν ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης, ο συνθέτης. Μαζί με τον Ρυζιώτη που ανάφερα πιο πάνω «κόβανε και ράβανε» στο Πρώτο.
«Έχετε ραντεβού;»Μου λεει η ευτραφέστατη κυρία που εκτελούσε χρέη γραμματέως.
«Όχι» απάντησα . «Καλά μισό λεπτό να δω» είπε και μπήκε μέσα στο γραφείο του Χριστοδουλίδη. Ξαναβγήκε μετά από ένα λεπτό. «Περάστε»
Πέρασα. Ευγενέστατος , «καθίστε» «πέστε μου» κλπ. Αρχίζω εγώ να περιγράφω την ιδέα από την αρχή...Μου ζητάει να ακούσουμε τον πιλότο. Τον βάζει σε ένα μαγνητόφωνο και ακούμε μαζί για δέκα περίπου λεπτά. Ξαφνικά πατάω το στοπ , διακόπτω την ακρόαση και του λεω «η εκπομπή θα λέγεται Στα Μονοπάτια του Γαλαξία».
Δεν συνεχίσαμε την ακρόαση. Μετά από μια μικρή σιωπή μου είπε. «Πότε θες να ξεκινήσεις;» «Τη Δευτέρα» του απάντησα. «Ωραία. Τώρα που θα φεύγεις πες στην Ντίνα έξω να σου κλείσει studio.»
Έτσι, την επόμενη Δευτέρα, έμπαινα στο studio και έκανα στις 5 το απόγευμα την πρώτη ηχογράφηση των Μονοπατιών του Γαλαξία, μιας εκπομπής, ενός ταξιδιού που έμελλε να κρατήσει για χρόνια με επιτυχία στην κυριολεξία απίστευτη. Η...εκπομπή, που δεν αφορούσε κανέναν...κατά την κυρία Μιχαλίτση, ή οποία μετά από λίγο καιρό με απέφευγε συστηματικά στους διαδρόμους της ΕΡΤ. Όμως, ακόμα δεν έχουμε μπει στην ουσία του χρονικού. Θα συνεχίσω, αύριο, μεθαύριο μόλις κλέψω λίγο χρόνο....Και αν κανείς περαστικός από τούτες τις σελίδες θυμάται καμιά λεπτομέρεια, πολύ θα χαρώ να μου τη χαρίσει....
(η φωτογραφία στην κορφή, είμαι εγώ, πολύ πρόσφατα τον Δεκέμβρη, στην Αθήνα)
6.2.06
Αντίο Νένια...
Περίεργα πράγματα αυτά Νένια.
Έμαθα πως «έφυγες» καθώς ετοίμαζα ένα κείμενο για το blog, σχετικό με το ραδιόφωνο και τις καλές μέρες του στην Ελλάδα. Το μυαλό μου πετάριζε μεταξύ του χρονικού των Μονοπατιών του Γαλαξία και του ξεκινήματος της Ελεύθερης Ραδιοφωνίας στην Ελλάδα.
Όταν, εγώ τουλάχιστον, μιλάω για το ξεκίνημά της, κατά νου έχω μόνο τον Ρούσο τον Κούνδουρο και το Κανάλι 15.
Ψυχή του Καναλιού, κολώνα του προγράμματος και του στίγματος , η Νένια Γλύπτη.
Δεν μπορώ να την περιγράψω και ακόμα πιο δύσκολο είναι να καταγράψω όλα όσα σήμαινε η παρουσία της για τον Ρούσο. Εκείνη ήταν που μετουσίωνε τις καταιγιστικές του σκέψεις σε εφικτό έργο. Που ξεχώριζε το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνει, πως και πότε. Έκανα σημειώσεις αυτές τις μέρες για όλα αυτά και την είχα κατά νου συνέχεια.
Τη Νένια , τον Ρούσο, τον Κώστα τον Γιαννουλόπουλο. Όλοι τους φευγάτοι πια.
Άνοιξα πριν από λίγο το flash.gr , έτσι, χωρίς λόγο, μηχανικά και έπεσα πάνω στην «είδηση» με τίτλο «Καλό ταξίδι Νένια». Ήξερα πως εργαζόταν εκεί, κατάλαβα αμέσως, σαν αστραπή ήρθαν στο μυαλό μου δυο εικόνες.
Της Νένιας με την κόρη της, συνονόματης της δικής μου (Νεφέλη) και της ίδιας με το μόνιμο τσιγάρο στο χέρι να εισβάλει για σύσκεψη στις εγκαταστάσεις του Κ15 στην οδό Δορυλαίου αριθ.10 στην πλατεία Μαβίλη.
Συχνά έφερνε για τις συσκέψεις και γλυκά από του Μικέ δίπλα.
Ξέρετε κάτι; Πολύ κόσμο αποχαιρέτησα τα τελευταία χρόνια. Και το χειρότερο είναι πως πρόκειται για κόσμο ενός ήθους που πια μοιάζει γραφικό και ξένο σε τούτον τον χαβαλεδότοπο.
Αλήθεια...
Υπάρχουν fm εκεί πάνω; Ένα μοναδικό radio in heaven θα μπορούσε να δημιουργηθεί πια. Με τον Ρούσο να κάνει ειδήσεις , τη βραχνή φωνή της Νένιας να δένει τις ζώνες και να φτιάχνει τη ροή του προγράμματος, με τον Κώστα να κάνει πάλι «Όλα τα πρωινά του Κόσμου».
Καλό ταξίδι Νένια και σε σένα....
Η Νένια ήταν πολύ γοητευτική και το ήξερε. Και αυτό την έκανε ακόμα πιο γοητευτική και αληθινή.
Αρκετοί που τώρα θα «θρηνούν» δεν την χώνεψαν. Είναι αυτοί που δεν αντέχουν ποτέ, την απλότητα όταν είναι συνδυασμένη με τη γνώση και την ευθύτητα. Δηλαδή, η συντριπτική πλειοψηφία.
Αντίο ρε Νένια. Βιαστική και εσύ, πολύ βιαστική.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)